Μια νέα μορφή διαβήτη που διαφέρει από τον τύπο 1 και 2 της χρόνιας πάθησης και σχετίζεται με τον υποσιτισμό, αναγνωρίστηκε επίσημα από την Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Συνεδρίου Διαβήτη, που πραγματοποιήθηκε στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης. Πρόκειται για μια μορφή διαβήτη που σχετίζεται με τον υποσιτισμό και επηρεάζει κυρίως αδύνατους και υποσιτισμένους εφήβους και νεαρούς ενήλικες σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, ιδιαίτερα στην Ασία και την Αφρική.

Εκτιμάται ότι ο διαβήτης τύπου 5 επηρεάζει περίπου 20 έως 25 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Η αναγνώρισή του αναμένεται να ενισχύσει τις προσπάθειες για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία του, ιδιαίτερα σε περιοχές με περιορισμένους πόρους.

«Ο διαβήτης που σχετίζεται με τον υποσιτισμό ήταν ιστορικά εξαιρετικά υποδιαγνωσμένος και ανεπαρκώς κατανοητός… Η αναγνώρισή του ως “διαβήτης τύπου 5” είναι ένα σημαντικό βήμα για την αύξηση της ευαισθητοποίησης γύρω από ένα πρόβλημα υγείας που επηρεάζει τόσο πολλούς ανθρώπους», δήλωσε στο Medscape Medical News η Μέρεντιθ Χόκινς, καθηγήτρια Ιατρικής στο Albert Einstein College of Medicine.

Τι διαφορά έχει από τον διαβήτη τύπου 1 ή τον τύπου 2;

Ενώ ο τύπος 1 είναι αυτοάνοσος και ο τύπος 2 σχετίζεται με αντίσταση στην ινσουλίνη, ο τύπος 5 χαρακτηρίζεται από σοβαρή ανεπάρκεια ινσουλίνης λόγω χρόνιας υποθρεψίας, ιδιαίτερα κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε ανεπαρκή ανάπτυξη του παγκρέατος και μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης.

Η πρώτη φορά που εντοπίστηκε

Ο διαβήτης που σχετίζεται με τον υποσιτισμό περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Τζαμάικα το 1955. Εμφανίζεται κυρίως σε νέους άνδρες σε χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα (LMICs) με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) λιγότερο από 19, που σημαίνει ότι είναι λιποβαρείς. Συχνά διαγιγνώσκονται λανθασμένα ως διαβήτης τύπου 1, αλλά δεν αναπτύσσουν κετονουρία ή κέτωση, παρά τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και τις υψηλές ανάγκες σε ινσουλίνη.

Το 1985, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέταξε επίσημα τον «σακχαρώδη διαβήτη που σχετίζεται με τον υποσιτισμό» ως ξεχωριστό τύπο διαβήτη, αλλά στη συνέχεια, το 1999, κατήργησε την ταξινόμηση, επικαλούμενος την έλλειψη αποδείξεων ότι ο υποσιτισμός ή η ανεπάρκεια πρωτεϊνών προκαλεί διαβήτη.

Γιατί αναγνωρίστηκε τώρα;

Το 2010, η Χόκινς ίδρυσε το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Διαβήτη (Global Diabetes Institute) στο Albert Einstein College of Medicine, προκειμένου να μελετήσει το προφίλ αυτής της πάθησης. Σε μια σημαντική μελέτη του 2022 σε 73 Ινδούς άνδρες, η ομάδα της εντόπισε μια ξεχωριστή μορφή διαβήτη – πλέον ταξινομημένη ως «τύπος 5» – μέσω προηγμένων μεταβολικών και ανοσογενετικών εξετάσεων.

Η έρευνα αποκάλυψε ότι αυτοί οι ασθενείς, σε αντίθεση με εκείνους με διαβήτη τύπου 2, πάσχουν πρωτίστως από σοβαρή έλλειψη ινσουλίνης και όχι από αντίσταση σε αυτή. Συγκεκριμένα, τα άτομα αυτά έχουν σημαντικά μειωμένη έκκριση ινσουλίνης, μειωμένη παραγωγή γλυκόζης και λιγότερο λιπώδη ιστό.

Τα ευρήματα αυτά αναιρούν προηγούμενες θεωρίες για τον συγκεκριμένο τύπο διαβήτη και επαναπροσδιορίζουν τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, τονίζοντας την ανάγκη για θεραπείες που στοχεύουν στην έλλειψη ινσουλίνης.

Ελπίδες για θεραπείες κατά του διαβήτη τύπου 5

Η Χόκινς σημείωσε πως είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον τύπο 5 από τον τύπο 1, καθώς η χορήγηση υπερβολικής ινσουλίνης μπορεί να αποβεί μοιραία πολύ γρήγορα. Αν και δεν υπάρχουν ακόμη σαφείς οδηγίες για τη θεραπεία του τύπου 5, κάποια δεδομένα υποδηλώνουν ότι πολύ μικρές ποσότητες ινσουλίνης σε συνδυασμό με από του στόματος φάρμακα μπορεί να είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία.

«Πιστεύω ότι η διατροφή τους θα πρέπει να περιλαμβάνει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες πρωτεΐνης, λιγότερες ποσότητες υδατανθράκων, καθώς και μικροθρεπτικά συστατικά… αλλά αυτό πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά τώρα που υπάρχει παγκόσμια βούληση και επίσημη εντολή από τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη για κάτι τέτοιο» κατέληξε η Χόκινς.

Μια ομάδα επιστημόνων έχει αναλάβει να αναπτύξει επίσημες διαγνωστικές και θεραπευτικές κατευθυντήριες γραμμές για τον διαβήτη τύπου 5 τα επόμενα 2 χρόνια.