Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Τζον Πιλ περιέγραψε κάποτε τους Smiths ως «άλλη μια μπάντα που ήρθε από το πουθενά με μια πολύ ξεκάθαρη και ισχυρή ταυτότητα». Σε αντίθεση με άλλα συγκροτήματα, είπε, οι Smiths δεν προσπαθούσαν να γίνουν οι T Rex ή οι Doors- ήταν απλά οι Smiths, ένα συγκρότημα του οποίου η αισθητική καταγωγή ήταν περιέργως δύσκολο να εντοπιστεί.

Αυτό που άφησαν στο πέρασμά τους, βέβαια, είναι πολύ πιο εύκολο να χαρτογραφηθεί: υπάρχουν ελάχιστες indie μπάντες από τότε που δεν παίρνουν, τουλάχιστον με κάποιο τρόπο, τα στοιχεία τους από τον Μορισέι, τον Τζόνι Μαρ, τον Μάικ Τζόις και τον πρόσφατα αποχωρήσαντα Άντι Ρουρκ.

Ήδη από το ντεμπούτο τους το 1983, οι Smiths διαμόρφωναν άθελά τους ιδέες για το πώς το indie θα έπρεπε να αλληλεπιδρά με το fandom, τον ανδρισμό και την mainstream μουσική βιομηχανία, και έγραφαν μουσική που θα αναφερόταν και θα επανερμηνεύονταν από τις επόμενες γενιές- τα τελευταία 40 χρόνια, μπορείς να δεις την αισθητική και πνευματική τους επιρροή σε όλους, από τους Stone Roses μέχρι τους Oasis και τους 1975.

Η επιρροή των Smiths

Η επιρροή των Smiths είναι τόσο διαδεδομένη που είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς ποια ακριβώς είναι η συγκεκριμένη κληρονομιά τους: ακόμα και δεκαετίες αργότερα, κανείς δεν παίζει κιθάρα όπως ο Μαρ και κανείς δεν γράφει στίχους ή τραγουδάει όπως ο Μορισέι. Αντίθετα, υπάρχει κάποιο είδος ανείπωτης δόνησης, μια ευαισθησία που μπορεί να γίνει αισθητή.

Ο Τζον Ριντ, διευθυντής καταλόγου της Cherry Red Records και συντάκτης του Scared to Get Happy, μιας εξαντλητικής συλλογής βρετανικής indie μουσικής των 80s, λέει ότι το συγκρότημα «έγινε ένα πρότυπο – κάτι είτε ακούγεται σαν τους Smiths είτε όχι». Αντ’ αυτού, είναι πιο εύκολο να μιλήσουμε για το τι προσέφεραν όταν πρωτοεμφανίστηκαν και τι τους έκανε να γίνουν, όπως λέει ο Ριντ, «από μηδενικά… ήρωες, μέσα σε μια νύχτα».

Ο Τόνι Φλέτσερ, που συνέλαβε το «A Light That Never Goes Out: The Enduring Saga of the Smiths» σε συνέντευξή του στον Guardian το 2023  είπε ότι το συγκρότημα προσέφερε «μια αίσθηση θετικότητας σε μια εποχή που η Βρετανία ένιωθε πραγματικά χάλια. Προσέφεραν αυτό το είδος της πληθωρικής, χαρούμενης θετικής οπτικής απέναντι στη ζωή- ήταν παιδιά της εργατικής τάξης που δεν τους πείραζε να χαμογελούν».

Στίχοι κόντρα σε μια κοινωνία που πλήττεται

Αν και οι στίχοι του Μόρισει (πλέον) θεωρούνται μοναδικά απαισιόδοξοι, ο Φλέτσερ λέει ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ένα «απελευθερωτικό» συναίσθημα ακούγοντας τους Smiths, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο έφεραν έναν κωμικό, ποπ φακό στη ζοφερότητα της ζωής ενός νέου ανθρώπου στη μέση της Βρετανίας της εποχής Θάτσερ.

«Η πολιτική τους ήταν πολύ ξεκάθαρη, αλλά δεν έβγαιναν και δεν απολογούνταν για το γεγονός ότι ήταν εργατική τάξη και δεν έβγαιναν με το είδος των μαχητικών δηλώσεων που έκαναν κάποια άλλα συγκροτήματα», λέει. «Η ατάκα του Μόρισει ‘I’ve never had a job / Because I’ve never wanted one’ (σ.σ. στο You’ve Got Everything Now) – αυτή ήταν μια σημαδιακή ατάκα από νωρίς σε μια εποχή μεγάλης ανεργίας».

Η αλληλεπίδραση του σκότους και του φωτός, των καυστικών στίχων του Μορισέι και των ελπιδοφόρων ήχων του Μαρ, είναι αυτό που έκανε το συγκρότημα τόσο ανθεκτικό για τις διαδοχικές γενιές των βρετανών indie μουσικών.

Αχτίδα φωτός στη συννεφιασμένη Αγγλία

Ο δήμαρχος του Μάντσεστερ, Άντι Μπάρναμ, παλιός «οπαδός» των Smiths, θυμάται ότι το συγκρότημα «εμφανίστηκε σε μια εποχή που η βορειοδυτική Αγγλία βρισκόταν ίσως στο χαμηλότερο σημείο της πρόσφατης ιστορίας της. Μου φάνηκε ότι ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στους στίχους του Μορισέι ότι μπορείς να φιλοδοξείς να γίνεις κάτι περισσότερο από αυτό. Δεν χρειάζεται να παρασύρεσαι από την κατάσταση ή τις περιστάσεις».

Στα μάτια του Μπάρναμ, το συγκρότημα έδωσε στην περιοχή μια σπάνια αίσθηση κασέ. «Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, οι άνθρωποι ρωτούσαν: ‘Έχεις δει τους Smiths;’ και ήταν σαν να λέμε: ‘Εντάξει, έχω κάτι που θέλετε – αυτό ήταν σημαντικό, όσον αφορά την οικοδόμηση μιας αίσθησης αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας’».

Αέναη συνομιλία με το κοινό

Ο Ρίτσαρντ Κινγκ, συγγραφέας του βιβλίου «How Soon Is Now: The Mavericks and Madmen Who Made Independent Music 1975-2005», λέει ότι οι Smiths δημιούργησαν ένα χωρίς προηγούμενο δούναι και λαβείν με τους θαυμαστές τους.

«Ο Μόρισει δεν ήταν έφηβος, αλλά φαινόταν να ξέρει πώς να εκφράσει τα άκρα της εφηβείας, και υπήρχαν πολύ λίγοι άνθρωποι που το έκαναν», λέει. «Υπήρχε μια αίσθηση γενναιοδωρίας και αξίας σε κάθε κυκλοφορία – τα εικονογραφημένα εξώφυλλα, ο τόνος που χρησιμοποιούσαν, τα B-sides: ό,τι έκαναν είχε αυτή την αξία που δεν μπορούσες να βρεις πουθενά αλλού – και ένιωθες ότι προερχόταν απευθείας από το συγκρότημα. Αυτό σήμαινε ότι η συναισθηματική επένδυση που έκανες ως έφηβος, στα τραγούδια και στο νόημά τους, ένιωθες ότι αυτή η επένδυση επιστρέφονταν από το συγκρότημα με τον ποιοτικό έλεγχο και την εμφάνισή τους».

Πίστη στην υποκουλτούρα

Παρόλο που ήταν συνηθισμένο να υποσχόμαστε ενδυματολογική πίστη σε ένα είδος ή μια υποκουλτούρα – όπως το πανκ ή το γκοθ – οι οπαδοί των Smiths, πριν ακόμα κυκλοφορήσουν ένα άλμπουμ, ντύνονταν όπως οι Smiths. Αν και άλλοι καλλιτέχνες είχαν αναπτύξει παρόμοια αισθητική ευαισθησία στο παρελθόν, οι περισσότεροι από αυτούς, όπως ο Έντγουιν Κόλινς των Orange Juice, έπαιρναν τα στοιχεία τους από την αμερικάνικη μουσική της δεκαετίας του 1950, με τα δερμάτινα μπουφάν και τα γυαλιά ηλίου.

Ο Μορισέι συνδύασε τα μαλλιά της δεκαετίας του ’50 με αυτό που ο Ριντ αποκαλεί «studenty» look – αδιάβροχα αγορασμένα από φιλανθρωπικά καταστήματα και vintage stores. Αυτό το λουκ, τώρα, έχει παγιωθεί σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί η κλασική αισθητική των indie boys: Μπλουζάκια και πουκάμισα που μπαίνουν μέσα σε τζιν 501, γυαλιά με χοντρό σκελετό, αταίριαστα ή ακατάλληλα εξωτερικά ρούχα.

Ο Φλέτσερ είδε το συγκρότημα στα τέλη του 1983 και θυμάται ότι «οι θαυμαστές ήταν ήδη ντυμένοι όπως αυτοί – στο Λονδίνο, οι άνθρωποι κουβαλούσαν λουλούδια στις πίσω τσέπες τους. Από το 1984, ο Μορισέι είχε αυτό το μεγάλο πανωφόρι και ξαφνικά άρχισες να βλέπεις ανθρώπους έτσι. Ήταν σαν κάποιοι από αυτούς να έβγαιναν από το καβούκι τους – ήταν πολύ βιβλιοφάγοι άνθρωποι που ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι το βιβλιοφάγο ήταν της μόδας και δεν χρειαζόταν να απολογούνται για τα γυαλιά NHS και το ότι ήταν λίγο ατημέλητοι και εγγράμματοι και λάτρευαν την ποπ μουσική».

Ο Μπάρναμ θυμάται το Affleck’s Palace του Μάντσεστερ ως κέντρο της αισθητικής του Μορισέι. «Ο Μορισέι το δημιούργησε, αλλά οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί για να το αντιγράψουν», λέει. «Ήταν vintage τζιν 501 πριν γίνουν τόσο διαδεδομένα όσο έγιναν, ζακέτες, πράγματα που έμοιαζαν επίτηδες old-school. Ήταν ένα είδος outsider look – έγινε αντι-κουλ μόδα πριν αυτό υπάρξει στο μυαλό μας».

Kώδικας: Smiths

Θυμάται ότι οι Smiths λειτουργούσαν ως ένα είδος «κώδικα» για την ευρύτερη κουλτούρα. Όταν το συγκρότημα εμφανίστηκε στο South Bank Show, για παράδειγμα: «Θυμάμαι ότι όλοι το βιντεοσκοπούσαν, και αυτό πραγματικά δημιουργούσε μια ενδοχώρα αναφορών. Οι άνθρωποι άρχισαν να διαβάζουν τον Όσκαρ Ουάιλντ – το να σου αρέσουν οι Smiths διεύρυνε κατά κάποιο τρόπο τους ορίζοντές σου».

Η εικονογραφία και η μουσική του συγκροτήματος ήταν τόσο ισχυρές που παρά τις αισθητικές και πολιτικές μετατοπίσεις του Μορισέι μετά τη σόλο πορεία του – στο Bengali in Platforms του 1988 πρότεινε ότι οι μετανάστες της Νότιας Ασίας δεν ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, και μέχρι το 1992 είχε τυλίξει τον εαυτό του με το Union Jack – πολλοί οπαδοί μπορούν εύκολα να διαχωρίσουν τους Smiths στο μυαλό τους.

Η ελευθερία που το συγκρότημα φαινόταν να προσφέρει στο κοινό του -να απομακρυνθεί από τις σταθερές ιδέες για το πώς πρέπει να φαίνονται, να ντύνονται ή να σκέφτονται- ήταν επαναστατική εκείνη την εποχή. Ο Κινγκ θυμάται ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρ και ο Μορισέι αλληλεπιδρούσαν στη σκηνή και η ποσότητα της διασκέδασης που έδειχναν να έχουν, έμοιαζε ριζικά καινούργια.

Τοξική αρρενωπότητα τέλος

Επιπλέον, ο Μορισέι πρωτοστάτησε σε μια μουσική έκφραση που δεν ήταν προσανατολισμένη προς το ετεροφυλόφιλο ειδύλλιο – ή ακόμη και το ειδύλλιο γενικότερα. «Το να έχεις κάποιον που δεν τραγουδούσε είτε ‘Είμαι ερωτευμένος μαζί σου’ είτε ‘Με χώρισες’, αλλά τραγουδούσε ‘Δεν είμαι πραγματικά σίγουρος αν θέλω αγάπη, δεν ξέρω αν θέλω ρομαντισμό’ – κατάφερε να συμπυκνώσει συναισθήματα που είχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι», λέει ο Φλέτσερ.

Επιπλέον, η μετριασμένη αρρενωπότητα του Μορισέι «επέτρεψε μια πιο μαλακή πλευρά των ανδρών στα indie συγκροτήματα να βγει προς τα έξω» στα χρόνια που ακολούθησαν. Πολλοί, ταυτίζονταν με αυτή την προσέγγιση της ανδρικής ζωής που έρχεται κόντρα στο πρότυπο του βίαιου αναρχικού punk ή του υπερσεξουαλικού glam-rock άντρα.

«Όπως πολλά από τα καλύτερα συγκροτήματα εκείνης της εποχής», λέει ο Ριντ, το «κύρος των Smiths μεγάλωσε – η μουσική εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Η βρετανική indie μουσική επηρέασε μαζικά τη μουσική που βγήκε από τη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική, την Αυστραλία, παντού, ίσως περισσότερο από ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό δεν αφορά ειδικά τους Smiths, αλλά οι Smiths αποτελούν μεγάλο μέρος αυτού».

«Απέδειξαν ότι μπορείς να είσαι ένα indie συγκρότημα, να μπαίνεις στα charts και να είσαι επιτυχημένος», λέει ο Φλέτσερ. «Να κάνεις τα πράγματα με τους δικούς σου όρους, να είσαι αμφιλεγόμενος, να κάνεις σπουδαία μουσική, να είσαι περήφανος για τον ήχπ, να μην είσαι λαμόγιο. Μπορείτε να είστε όλα αυτά τα πράγματα».

Από την Ευγενία Κοτρώτσιου

*Πηγή: The Guardian