Για πολλές γυναίκες, οι ημέρες πριν από την έμμηνο ρύση χαρακτηρίζονται από σωματικό πόνο, ναυτία, αλλαγές στη διάθεση και άγχος. Οι γυναίκες με προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (PMS) έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές και ημικρανίες.
Εν τω μεταξύ, οι συνταγογραφούμενες ή φυσικές θεραπείες για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, δεν αποδίδουν πάντα. Παράλληλα, είναι πολύ σημαντικό για κάθε άτομο να αξιολογεί ποια μέθοδος είναι η πιο κατάλληλη για εκείνο.
Τίποτα δεν μπορεί να βοηθήσει;
Σε μια πρόσφατη μελέτη από την Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Βασιλείας (University of Basel), ομάδα ερευνητών σε συνεργασία με επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, εξέτασε αν τα εικονικά φάρμακα ανοιχτής επισήμανσης (open-label placebo, OLPs- το άτομο δηλαδή γνωρίζει πως παίρνει εικονικό φάρμακο, δεν του παρουσιάζεται ως “πραγματική” φαρμακευτική αγωγή), θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα άτομα που πλήττονται από το PMS.
«Τα εικονικά φάρμακα χρησιμοποιούνται σε όλες τις κλινικές δοκιμές και δεν έχουν παρενέργειες», επεσήμαναν οι ερευνητές. «Ταυτόχρονα, το φαινόμενο του placebo δεν πρέπει να υποτιμάται. Ο εγκέφαλός μας έχει μάθει ότι αν παίρνουμε κάτι τακτικά, αυτό λειτουργεί – ακόμα κι αν δεν περιέχει κανένα δραστικό συστατικό», συνέχισαν οι ίδιοι.
Μελέτες δείχνουν ότι τα εικονικά φάρμακα μπορούν να ανακουφίσουν τόσο τα σωματικά όσο και τα ψυχικά προβλήματα, ακόμα κι αν χορηγούνται με ανοιχτή ενημέρωση, δηλαδή όταν οι ασθενείς γνωρίζουν ότι παίρνουν ένα χάπι χωρίς δραστικά συστατικά. Αυτό έχει αποδειχθεί σε τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες που σχετίζονται για παράδειγμα με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, τον χρόνιο πόνο και τις εξάψεις στην εμμηνόπαυση.
Για να διαπιστωθεί αν τα OLPs μπορούν επίσης να βοηθήσουν με το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο, οι ερευνητές διεξήγαγαν την εν λόγω μελέτη, η οποία περιλάμβανε 150 συμμετέχουσες ηλικίας από 18 έως 45 ετών και είχαν PMS. Οι συμμετέχουσες δεν έπαιρναν ψυχοτρόπα φάρμακα και χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες με τον ίδιο αριθμό ατόμων.
Τα άτομα στην πρώτη ομάδα συνέχισαν τις προηγούμενες θεραπείες τους. Στις άλλες δύο ομάδες χορηγήθηκαν εικονικά φάρμακα και οι γυναίκες μπορούσαν να αποφασίσουν εάν ήθελαν να συνεχίσουν τις προηγούμενες θεραπείες τους. Η μία ομάδα πήρε τα εικονικά φάρμακα χωρίς καμία επιπλέον πληροφόρηση, ενώ η άλλη ομάδα ενημερώθηκε για τους λόγους χρήσης των εικονικών φαρμάκων κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας με τους ερευνητές που διήρκεσε περίπου 20 λεπτά. Τα εικονικά φάρμακα έπρεπε να λαμβάνονται δύο φορές την ημέρα για έξι εβδομάδες.
Προεμμηνορροϊκό σύνδρομο: Θεραπεία χωρίς παρενέργειες
Τα εικονικά φάρμακα ανοιχτής επισήμανσης ανακούφισαν τα συμπτώματα των συμμετεχόντων και στις δύο ομάδες (με ή χωρίς την επιπλέον ενημέρωση), αλλά το αποτέλεσμα ήταν πιο έντονο στις γυναίκες που έλαβαν επιπλέον πληροφόρηση. Σε αυτές τις γυναίκες, η ένταση των συμπτωμάτων μειώθηκε έως και κατά 80%.
«Δεν περιμέναμε τα αποτελέσματα να είναι τόσο έντονα. Υπήρξε επίσης μείωση στην ένταση των συμπτωμάτων και στις άλλες δύο ομάδες, αν και το μικρότερο αποτέλεσμα παρατηρήθηκε στις γυναίκες που συνέχισαν να παίρνουν τα προηγούμενα φάρμακά τους», υπογράμμισαν οι επιστήμονες.
Η παροχή πληροφοριών για τη θεραπεία έκανε μεγάλη διαφορά. Η επικεφαλής της μελέτης εξήγησε ότι αυτό οφείλεται στο ότι οι γυναίκες ένιωσαν ότι τις παίρνουν πιο σοβαρά λόγω της συνεδρίας θεραπείας, μεταξύ άλλων παραγόντων. Το στοιχείο της διαπροσωπικής επικοινωνίας μεταξύ του θεράποντος ιατρού και του ασθενούς φαίνεται, επομένως, να παίζει σημαντικό ρόλο.
Συμπερασματικά, τα ευρήματα έδειξαν ότι τα εικονικά φάρμακα αποτελούν μια ασφαλή, αποτελεσματική και αποδεκτή από τους ασθενείς παρέμβαση για το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με την παροχή κατάλληλης πληροφόρησης. Το μόνο πρόβλημα είναι πως τα εικονικά φάρμακα χρησιμοποιούνται μέχρι στιγμής μόνο σε έρευνες. Και, αν και υπάρχει μια πρώτη ένδειξη της αποτελεσματικότητάς τους, λείπει η σημαντική εμπειρική αξιολόγηση σχετικά με τη χρήση τους στην κλινική πρακτική. Παρ’ όλα αυτά, η σχετική έρευνα αυξάνεται και οι ερευνητές είναι πρόθυμοι να ανοίξουν περισσότερους πιθανούς τομείς εφαρμογής.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό επιστημονικής έρευνας BMJ Evidence-Based Medicine.