Η διαλειμματική νηστεία μαζί με ψυχολογική υποστήριξη, μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από τις συνηθισμένες δίαιτες που περιορίζουν τις θερμίδες για να πετύχουν την απώλεια βάρους.

Για την ακρίβεια, άτομα που επέλεξαν τη διαλειμματική νηστεία με πρόγραμμα 4:3 έχασαν λίγο παραπάνω – σχεδόν 3 κιλά – από εκείνα που ακολούθησαν υποθερμιδική δίαιτα σε διάστημα ενός έτους.

Τα διαιτολογικά σχήματα και στις δύο περιπτώσεις ήταν αυστηρά, στηριζόμενα σε κατευθυντήριες οδηγίες απώλειας βάρους και στο πλαίσιο μιας ολιστικής αντιμετώπισης της παχυσαρκίας.

Η σχετική μελέτη που εκπόνησαν οι Ντανιέλ Όστεντορφ, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τεννεσσί και Βικτόρια Κατενάτσι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι ο αντικειμενικά μετρημένος θερμιδικός περιορισμός ήταν μεγαλύτερος στην ομάδα διαλειμματικής νηστείας, ενώ δεν υπήρχε διαφορά στην άσκηση στη μία ή την άλλη ομάδα, δείχνοντας ότι οι διαφορές στην απώλεια βάρους μπορεί να οφείλονταν στη μεγαλύτερη τήρηση του διαλειμματικού προγράμματος, καθώς η δυσανεξία στην τήρηση του προγράμματος αυτού ήταν 19% έναντι 30% στην ομάδα της υποθερμιδικής δίαιτας.
Οι συγγραφείς σημείωσαν ότι τα εναλλακτικά μοτίβα για τον περιορισμό της προσλαμβανόμενης ενέργειας κερδίζουν έδαφος, λόγω της δυσκολίας τήρησης μιας δίαιτας μειωμένων θερμίδων καθημερινά. Επιπλέον, οι περισσότεροι ενήλικες που χάνουν βάρος μέσω περιορισμού θερμίδων παρουσιάζουν σημαντική ανάκτηση του βάρους που έχασαν, ένα χρόνο αργότερα.

Σύμφωνα με τις καθηγήτριες Όστεντορφ και Κατενάτσι, οι στρατηγικές νηστείας «βγαίνουν» σε δύο διαφορετικές «γεύσεις» και συχνά συγχέονται μεταξύ τους. Η διαφορά τους αφορά τον χρόνο του περιορισμού.

Η διαλειμματική νηστεία μπορεί να βάλει χρονικούς περιορισμούς στη λήψη τροφής στη διάρκεια της ημέρας σε καθημερινή βάση ή να είναι πιο περιοδική. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να περιορίζει καθημερινά το φαγητό σε 8-10 ώρες ή και λιγότερο, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας — για παράδειγμα, στρατηγικές 16:8 ή 14:10.

Στην πιο περιοδική μορφή, τις ημέρες της δίαιτας η τροφή περιορίζεται ακόμη και πάνω από το 75%, ενώ αφήνεται ελεύθερη κατά βούληση στις ημέρες του διαλείμματος.

Στην περίπτωση αυτή, όσοι κάνουν δίαιτα δεν χρειάζεται να επικεντρώνονται στη μέτρηση των θερμίδων και στον περιορισμό της πρόσληψης θερμίδων κάθε μέρα απλοποιώντας τις διαδικασίες και μειώνοντας τη συνεχή πείνα που σχετίζεται με τη δίαιτα μείωσης θερμίδων.

Κάποιοι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη δήλωσαν ότι η δίαιτα ήταν τρομερή, αλλά οι περισσότεροι δήλωσαν ότι ήταν η πιο εύκολη δίαιτα που είχαν κάνει ποτέ. Όμως η Κατενάτσι συμπλήρωσε πως «χρειάστηκε χρόνος για να προσαρμοστούν οι άνθρωποι σε αυτή τη στρατηγική και ότι το καθησυχαστικό ήταν ότι δεν εμφανίστηκαν συμπεριφορές υπερφαγίας.

Αν και η αντικειμενικά μετρημένη τήρηση του στοχευόμενου ενεργειακού ελλείμματος (με ποσοστιαίο θερμιδικό περιορισμό από ότι συνήθιζαν οι συμμετέχοντες να τρώνε καθημερινά) ήταν κάτω από 34,3% και στις δύο ομάδες, η ομάδα της διαλειμματικής νηστείας 4:3 έδειξε μεγαλύτερο ποσοστό θερμιδικού περιορισμού σε διάστημα 12 μηνών. Αυτό υποδηλώνει ότι, κατά μέσο όρο, η διαλειμματική νηστεία του 4:3 μπορεί να είναι πιο βιώσιμη σε μακροπρόθεσμη δίαιτα ενός έτους σε σύγκριση με την υποθερμιδική δίαιτα. Ωστόσο, η απώλεια βάρους είχε διαφορές και στις δύο ομάδες.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να αξιολογήσουν βιολογικούς και συμπεριφορικούς προγνωστικούς παράγοντες ανταπόκρισης και στις δύο ομάδες, προκειμένου να εξατομικεύσουν τις συστάσεις για απώλεια βάρους.

*Από την Άννα Παπαδομαρκάκη