Χαμηλά επίπεδα της «κακής» χοληστερίνης εκτός του ότι μειώνουν τους γνωστούς καρδιαγγειακούς κινδύνους, μειώνουν ταυτόχρονα και τον κίνδυνο να πάθουμε άνοια, ιδίως νόσο Αλτσχάιμερ.
Ερευνητές από τη Νότια Κορέα διαπίστωσαν ότι επίπεδα χοληστερόλης λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL-C) κάτω από 70 mg/dL μειώνουν κατά 26% τον κίνδυνο άνοιας κάθε αιτίας και 28% τον κίνδυνο άνοιας που σχετίζεται με τη νόσο Alzheimer. Η χρήση στατινών μειώνει αυτόν τον κίνδυνο ακόμη περισσότερο.
Ενώ από προηγούμενες έρευνες γνωρίζουμε ότι τα χαμηλότερα επίπεδα LDL μπορεί να προσφέρουν ένα προστατευτικό πλεονέκτημα κατά της άνοιας, η συγκεκριμένη μελέτη θέτει συγκεκριμένο όριο – στόχο τα 70 mg/dL, εύρημα που θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμο στην κλινική πράξη.
«Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της στοχευμένης διαχείρισης της LDL-C στο πλαίσιο της στρατηγικής πρόληψης της άνοιας, με πιθανή ενσωμάτωση στις κλινικές οδηγίες», ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας Yerim Kim, από το Τμήμα Νευρολογίας του νοσοκομείου Kangdong Sacred Heart, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Hallym στη Σεούλ. Και πρόσθεσε ότι «τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τη θεραπεία με στατίνες θέτοντας συγκεκριμένα όρια στην «κακή» χοληστερίνη LDL-C τόσο για καρδιαγγειακά, όσο και για γνωστικά – νευρολογικά- οφέλη για την υγεία».
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry.
Η κακή χοληστερίνη αυξάνει τους κινδύνους προσβολής από άνοια
Πώς συνδέονται LDL και άνοια
Η σχέση των επιπέδων της LDL-C με τις γνωστικές λειτουργίες δεν είναι πλήρως κατανοητή και προηγούμενες έρευνες έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Οι πρώτες μελέτες έθεσαν ανησυχίες ότι τα πολύ χαμηλά επίπεδα συνδέονταν με γνωστική έκπτωση, αλλά αυτά τα ευρήματα έχουν περιοριστεί καθώς πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η σημαντική μείωση της LDL-C δεν αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας.
Οι διακυμάνσεις των επιπέδων χοληστερίνης έχει επίσης αποδειχθεί ότι ενέχουν αυξημένο κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης και η Επιτροπή του Lancet για την άνοια πρόσθεσε πρόσφατα την υψηλή χοληστερόλη στη λίστα με τους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την άνοια.
Για την περαιτέρω μελέτη του ζητήματος, οι ερευνητές προχώρησαν σε μια αναδρομική μελέτη τουλάχιστον 200.000 ασθενών σε 11 πανεπιστημιακά νοσοκομεία στη Νότια Κορέα, η οποία περιελάμβανε 108.980 ασθενείς με επίπεδα LDL-C κάτω από 70 mg/dL και μια ομάδα 108.980 ασθενών με επίπεδα πάνω από 130 mg/dL.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τον επιπολασμό της άνοιας όλων των αιτιών ως πρωταρχικό αποτέλεσμα και της άνοιας που σχετίζεται με τη νόσο Alzheimer ως δευτερογενή έκβαση και πραγματοποίησαν δευτερογενείς αναλύσεις ασθενών με επίπεδα LDL-C κάτω από 55 mg/dL και ασθενών που χρησιμοποιούσαν στατίνες.
Κρίσιμη LDL
Συγκρίνοντας τους ασθενείς που είχαν επίπεδα LDL-C πάνω από 130 mg/dL, με ασθενείς με επίπεδα LDL-C κάτω από 70 mg/dL οι ερευνητές διαπίστωσαν μείωση 26% στην άνοια όλων των αιτιών μεταξύ ασθενών και 28% και μείωση στις άνοιες που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Στους ασθενείς με επίπεδα LDL-C κάτω από 55 mg/dL, οι ερευνητές παρατήρησαν μείωση κατά 18% στον κίνδυνο για άνοια κάθε αιτίας και Αλτσχάιμερ.
Δεν υπήρξε σημαντική μείωση του κινδύνου άνοιας σε άτομα με επίπεδα κάτω από 30 mg/dL σε σύγκριση με ασθενείς με επίπεδα πάνω από 130 mg/dL.
Η χρήση στατινών σε ασθενείς με LDL-C κάτω από 70 mg/dL συσχετίστηκε επίσης με 13% χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας κάθε αιτίας και μείωση 12% στον κίνδυνο Αλτσχάιμερ σε σύγκριση με ασθενείς που δεν έπαιρναν στατίνες.
Δεν υπήρχε συσχέτιση μεταξύ χαμηλότερου κινδύνου και χρήσης στατινών σε εκείνους με επίπεδα LDL κάτω από 55 mg/dL.
«Τα πρωταρχικά ευρήματα αυτής της μελέτης υπογραμμίζουν την κρίσιμη σημασία των επιπέδων LDL-C στον κίνδυνο άνοιας, τονίζοντας την κρισιμότητα αυτών των επιπέδων, ανεξάρτητα από τη χρήση στατινών. Τα χαμηλότερα επίπεδα LDL-C συνδέονται άμεσα με μειωμένη συχνότητα εμφάνισης άνοιας, υποστηρίζοντας τη διαχείριση της χοληστερόλης ως θεμελιώδους σημασίας για την πρόληψη της άνοιας», ανέφεραν στη μελέτη τους οι ερευνητές.
Από την Άννα Παπαδομαρκάκη