Είναι γνωστό ότι το περπάτημα ευνοεί την καρδιά. Τώρα νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Heart, αποκαλύπτει ότι ο γρήγορος ρυθμός βαδίσματος και ο χρόνος που περνάει κανείς σε αυτή την ταχύτητα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού, όπως η κολπική μαρμαρυγή, η ταχυκαρδία (γρήγορος καρδιακός παλμός) και η βραδυκαρδία (πολύ αργός καρδιακός παλμός).

Τα ευρήματα ήταν ανεξάρτητα από τους γνωστούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά ισχυρότερα στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 60 ετών, σε όσους δεν ήταν παχύσαρκοι και σε όσους είχαν προϋπάρχουσες μακροχρόνιες παθήσεις.

Οι ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού (αρρυθμίες) είναι συχνές, σημειώνουν οι ερευνητές, με μόνο την κολπική μαρμαρυγή να έχει διπλασιαστεί σε συχνότητα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, φτάνοντας σχεδόν τα 60 εκατομμύρια περιστατικά παγκοσμίως το 2019.

Καθώς αυτές οι ανωμαλίες στον καρδιακό ρυθμό συνδέονται με αυξημένους κινδύνους καρδιαγγειακών παθήσεων, αιφνίδιου καρδιακού θανάτου και αναπηρίας, ο εντοπισμός τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου είναι απαραίτητος για την αποτροπή τέτοιων συμβάντων, προσθέτουν.

Η καρδιά θέλει ρυθμό

Οι ερευνητές εξέτασαν τον αντίκτυπο των διαφορετικών ταχυτήτων βάδισης, ενώ διερεύνησαν τον πιθανό ρόλο των μεταβολικών παραγόντων και της φλεγμονής, καθώς και των παραγόντων κινδύνου, όπως η ηλικία, το φύλο, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και οι προϋπάρχουσες μακροχρόνιες παθήσεις.

Μελέτησαν δεδομένα από 420.925 συμμετέχοντες της UK Biobank, για τους οποίους υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα για την ταχύτητα βάδισης από τις απαντήσεις τους σε ερωτηματολόγια. Ο χρόνος περπατήματος σε διαφορετικούς ρυθμούς -που προέκυψε από τις μετρήσεις των συσκευών παρακολούθησης δραστηριότητας- ήταν διαθέσιμος για 81.956 από αυτούς.

Ως αργός ρυθμός ορίστηκε το περπάτημα με λιγότερο από 3 μίλια (περίπου 4,8 χλμ) την ώρα, ως σταθερός/μέσος ρυθμός τα 3-4 μίλια/ώρα και ως γρήγορος ρυθμός περισσότερα από 4 μίλια/ώρα. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν τα 55 έτη, περισσότεροι από τους μισούς (55%) ήταν γυναίκες.

Συνολικά, 27.877 συμμετέχοντες (λίγο πάνω από το 6,5%) ανέφεραν αργό ρυθμό βάδισης, 221.664 (53%) μέσο ρυθμό βάδισης και 171.384 (41%) ζωηρό ρυθμό βάδισης.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 13 ετών, 36.574 (9%) συμμετέχοντες εμφάνισαν ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού: 23.526 κολπική μαρμαρυγή, 19.093 άλλες καρδιακές αρρυθμίες, 5.678 ασυνήθιστα αργό καρδιακό ρυθμό και 2.168 κοιλιακές αρρυθμίες.

Τι έδειξε η έρευνα

Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν ταχύτερο ρυθμό βάδισης είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι άνδρες και έτειναν να ζουν σε λιγότερο υποβαθμισμένες περιοχές και να έχουν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.

Είχαν επίσης μικρότερη περιφέρεια μέσης, ζύγιζαν λιγότερο, είχαν καλύτερη δύναμη λαβής και χαμηλότερα επίπεδα μεταβολικών παραγόντων κινδύνου καθώς και χαμηλότερα επίπεδα φλεγμονώδους δραστηριότητας και λιγότερες μακροχρόνιες παθήσεις.

Μετά τη συνεκτίμηση των δημογραφικών παραγόντων και των παραγόντων του τρόπου ζωής που ενδέχεται να επηρεάζουν το υπόβαθρο, ο μέσος ή ο γρήγορος ρυθμός βάδισης συσχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερο (35% και 43%, αντίστοιχα) κίνδυνο όλων των ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού σε σύγκριση με τον αργό ρυθμό βάδισης.

Και αυτοί οι ρυθμοί βάδισης συσχετίστηκαν με χαμηλότερους κινδύνους κολπικής μαρμαρυγής (38% και 46%, αντίστοιχα) και άλλων καρδιακών αρρυθμιών (21% και 39%, αντίστοιχα) σε σύγκριση με εκείνους που ανέφεραν ότι βάδιζαν με αργό ρυθμό.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Επιπλέον αναγνωρίζουν ότι μέρος της μελέτης στηρίχθηκε σε αυτοαναφορές, ενώ οι συμμετέχοντες στη μελέτη δεν αντικατόπτριζαν ένα ευρύ φάσμα ηλικιών.