Τα μωρά και τα παιδιά ηλικίας έως τεσσάρων ετών ενδέχεται να αναπνέουν χημικές ουσίες ενώ κοιμούνται, σύμφωνα με καναδική μελέτη, καθώς πολλά στρώματα περιέχουν φθαλικούς εστέρες που τα κάνουν πιο εύκαμπτα αλλά και πιο ανθεκτικά.
Τα μικρά παιδιά κατά τη διάρκεια της νύχτας απορροφούν έτσι επιβλαβείς χημικές ουσίες που συνδέονται με νευρολογικά και αναπαραγωγικά προβλήματα, άσθμα, ορμονικές διαταραχές και καρκίνο, σύμφωνα την έρευνα του Πανεπιστημίου του Τορόντο που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Environmental Science & Technology».
Όπως αναφέρει το CBC, η χημικός περιβάλλοντος Μίριαμ Ντάιαμοντ και η ομάδα της προχώρησαν σε ένα πείραμα για να εκτιμήσουν πόση ποσότητα χημικών ενώσεων απελευθερώνεται στον χώρο ύπνου ενός παιδιού από 16 διαφορετικά στρώματα. Κίνητρό τους ήταν να κατανοήσουν τον αντίκτυπο αυτής της έκθεσης καθώς τα μωρά κοιμούνται μέχρι και 18 ώρες την ημέρα.
«Ο ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, ιδιαίτερα για τα μωρά και τα νήπια. Ωστόσο, η έρευνά μας υποδεικνύει ότι πολλά στρώματα περιέχουν χημικές ουσίες που μπορούν να βλάψουν τον εγκέφαλο των παιδιών», εξηγεί η ίδια.
«Αυτό είναι ένα ηχηρό μήνυμα για τους κατασκευαστές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να διασφαλίσουν ότι τα κρεβάτια των παιδιών μας είναι ασφαλή και υποστηρίζουν την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου», προσθέτει.
Τα παιδιά βρίσκονται σε στενή επαφή με το στρώμα τους, ενώ εισπνέουν 10 φορές περισσότερο αέρα από ό,τι οι ενήλικες, οπότε εκτίθενται σε αερομεταφερόμενες χημικές ουσίες πολύ περισσότερο» συνεχίζει η επικεφαλής ερευνήτρια.
Η έρευνα: Μωρά και παιδιά έως 4 ετών
Στην εν λόγω μελέτη, οι ερευνητές μέτρησαν τις συγκεντρώσεις χημικών ουσιών σε 25 υπνοδωμάτια παιδιών ηλικίας έξι μηνών έως τεσσάρων ετών. Ανίχνευσαν ανησυχητικά επίπεδα περισσότερων από 24 φθαλικών ενώσεων, επιβραδυντικών φλόγας και φίλτρων υπεριώδους ακτινοβολίας στον αέρα των υπνοδωματίων, με τα υψηλότερα επίπεδα να βρίσκονται γύρω από τα κρεβάτια.
Σε μια συνοδευτική μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν 16 καινούργια παιδικά στρώματα και επιβεβαίωσαν ότι αυτά είναι πιθανώς η κύρια πηγή των χημικών ουσιών στο περιβάλλον ύπνου των παιδιών. Κατά τη διάρκεια της προσομοίωσης με τη θερμοκρασία σώματος και το βάρος ενός παιδιού, οι εκπομπές χημικών ουσιών αυξήθηκαν σημαντικά.
Τα στρώματα που μελετήθηκαν αγοράστηκαν στον Καναδά, αλλά τα περισσότερα περιείχαν υλικά που προέρχονταν από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Μεξικού.
Τι είναι οι φθαλικές ενώσεις
Οι φθαλικές ενώσεις ή φθαλικοί εστέρες και τα επιβραδυντικά φλόγας που μετρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη είναι ορμονικοί διαταράκτες και συνδέονται με νευρολογικές βλάβες, συμπεριλαμβανομένων των μαθησιακών δυσκολιών, των μειωμένων δεικτών IQ, των προβλημάτων συμπεριφοράς και της μειωμένης μνήμης.
Ορισμένες φθαλικές ενώσεις συνδέονται επίσης με παιδικό άσθμα και καρκίνο. Επίσης, αρκετά φίλτρα UV που εντοπίστηκαν είναι ορμονικοί διαταράκτες.
Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην έκθεση, δεδομένου ότι εξακολουθούν να αναπτύσσονται, έχουν συμπεριφορές που περιλαμβάνουν την επαφή των χεριών με το στόμα και έχουν ρυθμό αναπνοής δέκα φορές υψηλότερο από τους ενήλικες. Έχουν επίσης πιο διαπερατό δέρμα και τριπλάσια επιφάνεια δέρματος σε σχέση με το σωματικό τους βάρος από τους ενήλικες.
Τα επιβραδυντικά φλόγας συνδέονται με νευρολογικές, αναπαραγωγικές και ορμονικές βλάβες καθώς και με καρκίνο. Επιπλέον, δεν έχουν αποδεδειγμένο όφελος πυρασφάλειας όπως χρησιμοποιούνται στα στρώματα.
Οι ερευνητές καλούν τους κατασκευαστές να είναι πιο προσεκτικοί σχετικά με τις χημικές ουσίες στα παιδικά στρώματα μέσω δοκιμών. Επιπλέον, απαιτούνται αυστηρότεροι κανονισμοί για τη χρήση επιβραδυντικών φλόγας και φθαλικών πλαστικοποιητών στα παιδικά στρώματα.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό που μπορούν να κάνουν οι γονείς για να μειώσουν την έκθεση των παιδιών τους σε βλαβερές ουσίες είναι να απομακρύνουν περιττά αντικείμενα από τον χώρο ύπνου του παιδιού, μειώνοντας τον αριθμό των μαξιλαριών, των κουβερτών και των παιχνιδιών.
Συνιστούν επίσης να πλένονται συχνά τα κλινοσκεπάσματα και οι πιτζάμες του παιδιού, καθώς αυτά λειτουργούν ως προστατευτικό φράγμα για τη μείωση της έκθεσης.
Τέλος, συνιστούν υφάσματα που δεν είναι βαμμένα ή είναι ουδέτερου χρώματος, καθώς η διατήρηση έντονων χρωμάτων απαιτεί την προσθήκη φίλτρων UV και άλλων πρόσθετων που μπορεί να είναι επιβλαβή.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και το Συμβούλιο Έρευνας Φυσικών Επιστημών και Μηχανικής του Καναδά.