Νέα μελέτη που βασίστηκε σε δεδομένα από σχεδόν μισό εκατομμύριο ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξε ότι όσοι προσέθεταν τακτικά αλάτι στο φαγητό τους, είχαν σχεδόν 40% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αυξημένο άγχος ή κατάθλιψη σε σύγκριση με τα άτομα που δεν πρόσθεταν ποτέ αλάτι στα γεύματά τους ή το έκαναν πολύ σπάνια.

Η διατροφή είναι ένας καλά τεκμηριωμένος παράγοντας που επηρεάζει την ψυχική υγεία. Ωστόσο, τα επιδημιολογικά δεδομένα που συνδέουν την κατανάλωση αλατιού με τον κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων προβλημάτων ψυχικής υγείας παραμένουν περιορισμένα. Σκοπός αυτής της μελέτης λοιπόν ήταν να εξετάσει μια τέτοια συσχέτιση σε βάθος χρόνου.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 14,5 ετών, καταγράφηκαν 16.319 περιστατικά κατάθλιψης και 18.959 περιστατικά άγχους, σύμφωνα με το Journal of Affective Disorders.

Οι υποθέσεις για το γιατί το αλάτι θα μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση ποικίλουν- από την επιτάχυνση της βιολογικής γήρανσης μέχρι την επίδρασή του στις ορμόνες της διάθεσης, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη.

Οι ερευνητές από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο Xinjiang της Κίνας δήλωσαν ότι η μελέτη τους είναι «η πρώτη που αναφέρει σημαντικές επιδράσεις από την μεγάλη ποσότητα αλατιού στον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης και έντονου άγχους».

Η έρευνα έδειξε επίσης πως όσοι πρόσθεταν αλάτι στο φαγητό τους περιστασιακά, ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης κατάθλιψης ή άγχους κυμαινόταν από 5% έως 8%.

Η συχνότερη προσθήκη αλατιού στο φαγητό συσχετίστηκε ανεξάρτητα με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και άγχους. Παρεμβάσεις όπως εκστρατείες ενημέρωσης για τη μείωση της κατανάλωσης αλατιού ενδέχεται να αποτελούν πολλά υποσχόμενα προληπτικά μέτρα για τον περιορισμό της εμφάνισης αυτών των ψυχικών διαταραχών, δήλωσαν οι ερευνητές.

Πού «κρύβεται» το αλάτι;

Εκτός από το αλάτι που βάζουμε οι ίδιοι στο φαγητό μας –όταν μαγειρεύουμε, ετοιμάζουμε μια σαλάτα ή ακόμα κι όταν κόβουμε ένα αγγούρι για να το φάμε ως σνακ–, υπάρχει κι αυτό που κρύβεται στα τρόφιμα που παραγγέλνουμε ή αγοράζουμε έτοιμα ή/και συσκευασμένα. Μάλιστα, έστω κι αν μας εκπλήσσει, συναντάται πολύ συχνά και στις γλυκές τροφές ή σνακ. Πολλά συσκευασμένα τρόφιμα με γλυκιά γεύση (π.χ. μπισκότα, κρουασάν και ντόνατ) έχουν αλάτι, και μάλιστα σε μεγαλύτερες ποσότητες απ’ ό,τι θα φανταζόμασταν.

Με τι να το αντικαταστήσουμε;

Αν δεν βάλουμε καθόλου αλάτι στο φαγητό μας, σίγουρα θα είναι άνοστο. Υπάρχουν όμως τρόποι να ενισχύσουμε τη γεύση του χωρίς να επιβαρύνουμε την υγεία μας. Έτσι, αντί για αλάτι, μπορούμε να προσθέσουμε διάφορα μυρωδικά και καρυκεύματα, όπως λεμόνι, ρίγανη, θυμάρι, τζίντζερ, πιπέρι, τσίλι, δεντρολίβανο, σκόρδο και πολλά ακόμα.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η κατανάλωση αλατιού δεν πρέπει να ξεπερνά τα 6 γραμμάρια καθημερινά, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι 7 στους 10 τα υπερβαίνουμε, φτάνοντας ακόμα και στα 9 γραμμάρια. Επιπλέον, τα παιδιά κάτω των 11 ετών πρέπει να καταναλώνουν ακόμα λιγότερο αλάτι –κάτω από 5 γραμμάρια ημερησίως–, ενώ όσο μικρότερα είναι τόσο λιγότερη και η ενδεικνυόμενη ποσότητα κατανάλωσης.