Μια εντελώς αθώα, σε πρώτη ανάγνωση, λέξη το «αν» έχει τη δύναμη να ανατρέπει την αίσθηση ηρεμίας μας και να μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο αβεβαιότητας και να μας γεμίζει άγχος. Είναι εκπληκτικό το πώς μια τόσο μικρή λέξη, το μικρότερο όλων των ερωτημάτων, μπορεί να προκαλέσει εκρηκτικές αντιδράσεις στο μυαλό μας και να πυροδοτήσει αλυσιδωτές σκέψεις για το χειρότερο σενάριο που μπορεί να συμβεί.
Η παγίδα του «αν» και το άγχος που δημιουργεί
Ο εγκέφαλος, ιδιαίτερα όταν είναι εκτεθειμένος στο άγχος και στην αβεβαιότητα, καταφεύγει στο «αν» για να αναλύσει τα ενδεχόμενα και να προετοιμαστεί για κάθε πιθανό σενάριο. Είναι φυσικό, να αναρωτιόμαστε για το «τι θα γινόταν αν». Ωστόσο, όταν τα «αν» καταλαμβάνουν τον τρόπο σκέψης μας, η αβεβαιότητα διογκώνεται και εντείνεται το άγχος.
Αν αποτύχω; Αν δεν με συμπαθήσουν; Αν αρρωστήσω; Αν συμβεί κάτι κακό στους αγαπημένους μου; Αυτά τα σενάρια «τι θα γινόταν αν» δεν είναι απλά αθώες σκέψεις — είναι το καύσιμο που τροφοδοτεί την καταστροφολογία.
Αυτή η διαδικασία εκτροχιάζει τη σκέψη μας και δημιουργεί έναν κύκλο πανικού και αμφιβολίας. Αντί να επικεντρωνόμαστε στην πραγματικότητα και στην τρέχουσα κατάσταση, ξεκινάμε να φτιάχνουμε σενάρια καταστροφής που μας απομακρύνουν από τη λύση και τη δράση. Από τα παιδιά μέχρι τους ενήλικες, κανείς δεν έχει ανοσία απέναντι σε αυτήν την ψυχολογική παγίδα.
Το «αντίδοτο» των 8 λέξεων: «Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;»
Αυτός ο φαύλος κύκλος όμως, μπορεί να ανατραπεί με μια πολύ απλή ερώτηση που λειτουργεί σαν ένας πυροσβεστήρας για το μυαλό: «Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;» Αυτή η ερώτηση δεν ενισχύει την καταστροφολογία. Αντίθετα, μας αναγκάζει να επανέλθουμε στο τώρα, στην πραγματικότητα και να αξιολογήσουμε τη ζωή μας με πιο ψύχραιμο τρόπο.
Το να αναρωτηθούμε «Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;» διακόπτει τη διαδικασία του άγχους και μας επιτρέπει να δούμε τα πράγματα καθαρότερα. Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση μας βοηθά να εκλογικεύσουμε την κατάσταση, να μειώσουμε τις υπερβολικές ανησυχίες και να προετοιμαστούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με μεγαλύτερη ηρεμία.
Αυτή η διαδικασία είναι ένα κλασικό παράδειγμα της Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (CBT), η οποία έχει ως στόχο να αμφισβητήσει και να ανατρέψει τις αρνητικές σκέψεις και να τις αντικαταστήσει με πιο ρεαλιστικές και ισχυρές πεποιθήσεις.
Πώς λειτουργεί η ερώτηση “Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;”
Αυτή η ερώτηση έχει έναν μοναδικό τρόπο να κάνει τον εγκέφαλό μας να επιβραδύνει και να αξιολογήσει ρεαλιστικά την κατάσταση. Αυτή η ερώτηση λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά επειδή:
- Διακόπτει την καταστροφολογική σκέψη. Σταματά τον εγκέφαλό μας από το να αναλύει ατελείωτα και αβάσιμα σενάρια καταστροφής.
- Μας επαναφέρει στην πραγματικότητα και στο τώρα. Αντί να σπαταλάμε ενέργεια σε αβάσιμους φόβους για το μέλλον, εστιάζουμε στην πραγματικότητα και τις αληθινές δυνατότητες της κατάστασης.
- Ενισχύει την συναισθηματική ανθεκτικότητα. Όταν απαντάμε με ηρεμία στο «Ποιο είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί;», αρχίζουμε να εμπιστευόμαστε την ικανότητά μας να διαχειριστούμε ακόμα και τις πιο δύσκολες καταστάσεις.
- Αναδεικνύει τη δύναμή μας. Συνειδητοποιούμε ότι έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε δύσκολες καταστάσεις στο παρελθόν και ότι έχουμε τα ψυχικά αποθέματα για να το κάνουμε και πάλι.
Απαντώντας στην ερώτηση με ερώτηση επαναφέρουμε την ψυχική ηρεμία και νιώθουμε δυνατοί να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με περισσότερη αυτοπεποίθηση, ακόμα και όταν οι συνθήκες φαίνονται αβέβαιες.