Οι διαταραχές στην ακοή συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας έδειξε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στο περιοδικό «Heart». Σύμφωνα με τη πολυετή μελέτη, η ψυχολογική δυσφορία που προκαλείται από την απώλεια ακοής μπορεί να διαδραματίζει καίριο ρόλο στη συσχέτιση με τα προβλήματα καρδιάς.

Η απώλεια ακοής απαντάται όλο και πιο συχνά ιδίως καθώς οι άνθρωποι γερνούν, ενώ και η εμφάνιση της καρδιακής ανεπάρκειας αυξάνεται επηρεάζοντας περίπου 64 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα της βρετανικής βάσης δεδομένων UK Biobank από 164.431 συμμετέχοντες που είχαν ολοκληρώσει τεστ για να προσδιοριστεί η ικανότητα ακοής. Από αυτούς, περίπου 160.062 δεν φορούσαν ακουστικά βαρηκοΐας. Για τις ανάγκες της μελέτης δημιουργήθηκαν τρεις ομάδες με βάση τις επιδόσεις των συμμετεχόντων σε μια δοκιμασία τριπλής ψηφιοποίησης (DTT), η οποία ελέγχει για προβλήματα ακοής χρησιμοποιώντας τυχαίους συνδυασμούς ψηφίων σε θόρυβο υποβάθρου: φυσιολογική ακοή, ανεπαρκής ακοή και κακή ακοή.

Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 56 έτη και περίπου το 55% ήταν γυναίκες. Όπως αναφέρει ο Independent, κανείς δεν είχε καρδιακή ανεπάρκεια στην αρχή της μελέτης αλλά κατά τη διάρκεια 11ετούς περιόδου παρακολούθησης, περίπου 4.449 εμφάνισαν την πάθηση.

Σημειώνεται ότι η καρδιακή ανεπάρκεια συμβαίνει όταν η καρδιά δεν μπορεί να αντλήσει αποτελεσματικά αίμα, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως κόπωση, δύσπνοια και πρήξιμο στα πόδια και τους αστραγάλους.

Η έρευνα

Στο πλαίσιο της έρευνας συλλέχθησαν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα υγεία, τον τρόπο ζωής και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες μέσω ερωτηματολογίων. Η κοινωνική απομόνωση αξιολογήθηκε βάσει της συχνότητας επισκέψεων φίλων ή συγγενών και τις δραστηριότητες αναψυχής. Επίσης αξιολογήθηκε μέσω ερωτηματολογίου και η ψυχολογική δυσφορία.

Η ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας μεταξύ εκείνων που δεν είχαν γενετική προδιάθεση για την πάθηση εντοπίστηκε μέσω ιατρικών αρχείων και πιστοποιητικών θανάτου κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης εντεκάμισι ετών.

Όπως διαπιστώθηκε, οι προσαρμοσμένοι αυξημένοι κίνδυνοι εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας ήταν 15% και 28% για ανεπαρκή και κακή ακοή, αντίστοιχα, και 26% για όσους χρησιμοποιούσαν ακουστικά βαρηκοΐας, σε σύγκριση με όσους είχαν φυσιολογική ακοή. Οι συσχετίσεις ήταν ισχυρότερες σε όσους δεν είχαν στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο στην αρχή της μελέτης.

Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τόσο όσοι φορούσαν ακουστικά βαρηκοΐας όσο και όσων η ακοή ήταν κακή είχαν παρόμοια σημαντική αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας. Αυτό σημαίνει ότι ενώ τα ακουστικά βαρηκοΐας μπορούν να βελτιώσουν την ακουστική λειτουργία, ενδέχεται να μην αντιμετωπίζουν υποκείμενα αγγειακά προβλήματα που συμβάλλουν στον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.

Η κοινωνική απομόνωση

Σε όσους δεν φορούσαν ακουστικά βαρηκοΐας το επίπεδο ακοής συσχετίστηκε σημαντικά με την κοινωνική απομόνωση, την ψυχολογική δυσφορία και τον νευρωτισμό αντιπροσωπεύοντας το 3%, 17% και 3%, αντίστοιχα, του αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας.

Εξ ου και οι ερευνητές αναφέρουν ότι «η ενίσχυση της ψυχολογικής παρέμβασης σε άτομα με προβλήματα ακοής μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική πορεία και στρατηγική για τη μείωση του κινδύνου καρδιακής ανεπάρκειας».

Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι πρόκειται για μια μελέτη παρατήρησης, οπότε δεν μπορεί να καθορίσει αιτία και αποτέλεσμα. Ωστόσο, τονίζουν ότι υπάρχουν εύλογες βιολογικές εξηγήσεις για τα ευρήματά τους.

«Η πλούσια κατανομή των τριχοειδών αγγείων στον κοχλία και οι υψηλές μεταβολικές απαιτήσεις του έσω αυτιού μπορεί να καταστήσουν αυτές τις περιοχές πιο ευαίσθητες σε συστηματικές αγγειακές διαταραχές και όχι μόνο σε τοπικά κυκλοφορικά προβλήματα. Επομένως, η απώλεια ακοής μπορεί να αντανακλά την αγγειακή υγεία και να χρησιμεύσει ως πρώιμος και ευαίσθητος προγνωστικός παράγοντας καρδιαγγειακών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής ανεπάρκειας», αναφέρουν.