Παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ο ελληνικός πληθυσμός έχει απομακρυνθεί από την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή προς ένα πιο δυτικό διατροφικό πρότυπο. Η κατανάλωση κρέατος, γαλακτοκομικών και λαχανικών στη χώρα μας αυξήθηκε ραγδαία μεταξύ της δεκαετίας του 60 και του 80, κατά 100-130%, ενώ η κατανάλωση οσπρίων και δημητριακών μειώθηκε σημαντικά κατά την ίδια περίοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σήμερα το κρέας έχει τη μεγαλύτερη μερίδα στις δαπάνες για τρόφιμα των ελληνικών νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, η κατανάλωση ζωικών λιπών αυξήθηκε μετά τη δεκαετία του 80, αλλά δεν αντικατέστησε την κατανάλωση φυτικών ελαίων, όπως το ελαιόλαδο. Αν και η μεσογειακή διατροφή είναι φυτικής βάσης, παρατηρούνται διακυμάνσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Σύμφωνα με νεότερη μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Nutrition Journal, το 86,8% των συμμετεχόντων δεν πληρούσε τη σύσταση για κατανάλωση 5 μερίδων φρούτων και λαχανικών ημερησίως. Επιπλέον, το 94,6% των συμμετεχόντων διατηρούσε την κατανάλωση κρέατος ως κύρια διατροφική συνήθεια, παρότι υπήρχε προτίμηση στα όσπρια έναντι των προϊόντων κρέατος.
Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι γυναίκες υιοθετούν σε μεγαλύτερο βαθμό τη φυτική διατροφή. Αυτό ευθυγραμμίζεται με προηγούμενες μελέτες που αποκαλύπτουν παγκόσμιες διαφορές φύλου ως προς την κατανάλωση κρέατος, με τους άνδρες να καταναλώνουν περισσότερο κρέας σε όλες τις ηπείρους. Επιπλέον, οι γυναίκες τείνουν να καταναλώνουν λιγότερα ροφήματα με ζάχαρη, να προτιμούν τα τοπικά προϊόντα, να περιορίζουν την κατανάλωση κρέατος και να προμηθεύονται τρόφιμα από καλλιέργειες που είναι απαλλαγμένες από φυτοφάρμακα και ζιζανιοκτόνα.
Συνολικά, τα ευρήματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι Έλληνες καταναλωτές προτιμούν τα τοπικά προϊόντα, ωστόσο, δεν κάνουν κομποστοποίηση και δεν περιορίζουν την κατανάλωση κρέατος.
Βιώσιμη διατροφή- Η έρευνα
Η βιώσιμη διατροφή βασίζεται σε τρόφιμα με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, που είναι προσβάσιμα και οικονομικά, εξασφαλίζοντας την προστασία της βιοποικιλότητας, ενώ περιλαμβάνει τα πολιτιστικά στοιχεία κάθε γεωγραφικής περιοχής. Η παρούσα μελέτη είχε ως στόχο την αξιολόγηση της τήρησης μιας βιώσιμης διατροφής και των αντιληπτών περιβαλλοντικών ωφελειών από την υιοθέτησή της από τους ενήλικες στην Ελλάδα.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν το ερωτηματολόγιο Sustainable HEalthy Diet (SHED), το οποίο αξιολόγησε τις βιώσιμες διατροφικές πρακτικές και την ευαισθητοποίηση σε ένα δείγμα 607 ατόμων.
Η υγιεινή διατροφή σχετίστηκε με την κατανάλωση προϊόντων χαμηλού αλατιού και χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, την αποφυγή προστιθέμενου αλατιού και επεξεργασμένων τροφίμων, καθώς και τον περιορισμό των γλυκών και των ροφημάτων με ζάχαρη.
Οι συμμετέχοντες, αν και ανέφεραν ότι το κρέας κυριαρχεί στη διατροφή τους σε σχέση με τα φυτικά προϊόντα, η πλειονότητα αυτών ανέφερε επίσης ότι αποφεύγει το προστιθέμενο αλάτι, τη ζάχαρη, τα ροφήματα με ζάχαρη, τα γλυκά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Προηγούμενη έρευνα στη χώρα μας είχε δείξει υψηλή κατανάλωση αλατιού, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Αντίθετα, ευρωπαϊκές μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση αλατιού εμφανίζει γεωγραφική κλίμακα, με τις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες να έχουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι Έλληνες υλοποιούν πιο εύκολα ορισμένες πτυχές της βιώσιμης διατροφής (επιλέγουν βιολογικά, τοπικά τρόφιμα), ενώ άλλες τους φαίνονται πιο δύσκολες στην κατανόηση ή την εφαρμογή (κομποστοποίηση, μείωση της κατανάλωσης κρέατος και αύξηση της κατανάλωσης φυτικών προιόντων, ανακύκλωση). Με βάση τα ευρήματα, οι επιστήμονες επισημαίνουν την ανάγκη για τον σχεδιασμό παρεμβάσεων που στοχεύουν στην αύξηση της ευαισθητοποίησης των Ελλήνων για τη βιωσιμότητα της διατροφής τους μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και βελτιωμένων υποδομών.