Η άνοια είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα παγκοσμίως. Πάνω από 55 εκατομμύρια άτομα ζουν αυτή τη στιγμή με τη νόσο, με 139 εκατομμύρια να αναμένεται να την αναπτύξουν μέχρι το 2050.
Πολλοί παράγοντες μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), αυτοί περιλαμβάνουν:
- έλλειψη σωματικής δραστηριότητας
- μη ρυθμισμένος διαβήτης
- υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση)
- απώλεια ακοής
- κάπνισμα και κατανάλωση αλκοόλ
Πολυάριθμες μελέτες έχουν υποδείξει ότι οι διαταραγμένοι κύκλοι ύπνου μπορεί να συμβάλλουν στον κίνδυνο άνοιας, αλλά δεν έχει διευκρινιστεί αν ο υπερβολικός ή ο ανεπαρκής ύπνος έχει μεγαλύτερη επίδραση.
Τι σχέση έχει η διάρκεια του ύπνου με την άνοια;
Μια μεγάλη μελέτη διαπίστωσε ότι τόσο η υψηλή όσο και η χαμηλή διάρκεια ύπνου, αυξάνουν τον κίνδυνο γνωστικής εξασθένησης και άνοιας. Άλλη έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύντομη διάρκεια ύπνου στη μέση ηλικία σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας. Μια τρίτη μελέτη υποστήριξε ότι ο ύπνος πάνω από 9 ώρες τη νύχτα σχετίζεται με νευροεκφυλισμό και άνοια.
Όλες αυτές οι μελέτες στηρίχτηκαν σε δεδομένα που αναφέρθηκαν από τους ίδιους συμμετέχοντες σχετικά με τη διάρκεια του ύπνου τους, παρά σε αντικειμενικές μετρήσεις του ύπνου και της αφύπνισης.
Πρόσφατα, μελέτη που πραγματοποιήθηκε από επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο, η οποία χρησιμοποίησε συσκευές παρακολούθησης ύπνου για να καταγράψει τα μοτίβα ύπνου γυναικών στην ηλικία των 80 ετών περίπου, διαπίστωσε ότι η αυξημένη υπνηλία 24 ώρες το 24ωρο, σχετίζεται με διπλασιασμό του κινδύνου ανάπτυξης άνοιας.
«Οι διαταραχές του ύπνου μπορεί πράγματι να σηματοδοτούν πρώιμες νευροεκφυλιστικές αλλαγές, δρώντας ως πρόδρομοι των κλινικών συμπτωμάτων. Αντίστοιχα, οι νευρολογικές αλλαγές που σχετίζονται με την άνοια μπορεί να διαταράξουν τα κέντρα ρύθμισης του ύπνου στον εγκέφαλο, επιδεινώνοντας την υπνηλία. Εντέλει, οι αλλαγές που σχετίζονται με τον ύπνο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πρόβλεψη του κινδύνου άνοιας σε μεταγενέστερη φάση της ζωής», εξήγησε ο Μπεν Ντάκλι, νευροεπιστήμονας και αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Απεικόνισης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά.
Η νέα έρευνα
Η μελέτη εξέτασε 733 γυναίκες, όλες ηλικίας τουλάχιστον 65 ετών, οι οποίες μπορούσαν να περπατήσουν χωρίς βοήθεια και δεν είχαν υποβληθεί σε εγχειρήσεις ισχίου. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 82,5 έτη.
Καμία συμμετέχουσα δεν είχε γνωστική εξασθένηση ή άνοια στην αρχή της μελέτης.
Οι ερευνητές έδωσαν σε όλες τις συμμετέχουσες ένα μηχάνημα καταγραφής της 24ωρης δραστηριότητας ύπνου-αφύπνισης.
Για τις ανάγκες της ανάλυσης, οι συμμετέχουσες έπρεπε να επισκεφθούν μια κλινική αυτοπροσώπως και να έχουν τουλάχιστον 3 συνεχόμενες ημέρες μετρήσεων ύπνου-αφύσπνισης, τόσο κατά την αρχική επίσκεψη όσο και πέντε χρόνια αργότερα, καθώς και να συμπληρώσουν ένα ημερολόγιο ύπνου.
Από τα δεδομένα, οι ερευνητές κατέγραψαν τις πενταετείς αλλαγές στον νυχτερινό ύπνο, τον μεσημεριανό και τους κυκλικούς ρυθμούς ξεκούρασης-δραστηριότητας.
Εντόπισαν τρία κύρια προφίλ ύπνου:
- Σταθερός ύπνος που παρατηρήθηκε σε 321 γυναίκες (43,8% του πληθυσμού της μελέτης) και χαρακτηριζόταν από σταθερό ή ελαφρώς βελτιωμένο ύπνο.
- Μειωμένος νυχτερινός ύπνος: 256 γυναίκες (34,9%) είχαν μείωση στην ποιότητα και τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου, μέτρια αύξηση στις μεσημεριανό και επιδείνωση των κυκλικών ρυθμών ξεκούρασης-δραστηριότητας.
- Αυξανόμενη υπνηλία: αυτές οι 156 γυναίκες (21,3%) είχαν μεγάλες αυξήσεις τόσο στη διάρκεια όσο και στην ποιότητα του ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, καθώς και επιδείνωση των κυκλικών ρυθμών ξεκούρασης-δραστηριότητας.
Αυξημένη υπνηλία και άνοια
Στο τέλος της πενταετούς περιόδου, οι ερευνητές καθόρισαν αν οι συμμετέχουσες είχαν φυσιολογική γνωστική λειτουργία, ήπια γνωστική εξασθένηση ή άνοια, βασισμένοι σε μια σειρά από νευροψυχολογικές δοκιμές, διάγνωση από γιατρό ή εισαγωγή σε οίκους ευγηρίας. Όποια ήταν αρνητική σε όλα αυτά τα κριτήρια θεωρήθηκε «γνωστικά φυσιολογική».
Από την ηλικιωμένη ομάδα, 164 γυναίκες (22,4%) ανέπτυξαν ήπια γνωστική εξασθένηση και 93 γυναίκες (12,7%) ανέπτυξαν άνοια κατά τη διάρκεια της πενταετούς παρακολούθησης.
Οι γυναίκες με αυξανόμενη υπνηλία 24 ώρες το 24ωρο, είχαν περίπου διπλάσιο κίνδυνο για άνοια σε σχέση με εκείνες που είχαν σταθερά προφίλ ύπνου κατά τη διάρκεια των 5 ετών. Ωστόσο, η αυξημένη υπνηλία δεν σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο ήπιας γνωστικής εξασθένησης.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι η παρατηρητική αυτή μελέτη δεν μπορεί να δείξει την κατεύθυνση της σχέσης μεταξύ υπερβολικού ύπνου και άνοιας.
«Η αυξημένη υπνηλία μπορεί να σχετίζονται με την άνοια λόγω διαφόρων υποκείμενων παραγόντων. ‘Ενας σημαντικός λόγος είναι ότι η κακή ποιότητα ύπνου τη νύχτα μπορεί να διαταράξει τον βαθύ ύπνο, ο οποίος είναι απαραίτητος για την απομάκρυνση της αμυλοειδούς πρωτεΐνης, μιας πρωτεΐνης που σχετίζεται με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η διαταραχή των κιρκάδιων ρυθμών παίζει επίσης ρόλο, καθώς η επιδείνωση των κύκλων ύπνου-αφύπνισης σχετίζονται με νευροεκφυλιστικές αλλαγές, εμποδίζοντας τη λειτουργία της μνήμης. Η υπερβολική υπνηλία μπορεί τέλος να λειτουργεί ως αντισταθμιστικός μηχανισμός για τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου», δήλωσαν οι ερευνητές.
Βελτιώνεται ο ύπνος;
Αυτή η μελέτη παρέχει περαιτέρω αποδείξεις ότι οι μεταβολές στα πρότυπα του ύπνου σε προχωρημένη ηλικία, μπορεί να συμβάλλουν στον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας.
Η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου μέσω τροποποιήσεων στον τρόπο ζωής, όπως η τήρηση συνεπών προγραμμάτων, η ελαχιστοποίηση της κατανάλωσης αλκοόλ και η βελτιστοποίηση της υγιεινής του ύπνου, μπορεί να ενισχύσει μετρήσιμα την υγεία του εγκεφάλου, καταλήγουν οι ειδικοί.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology.