Μια νέα εξέταση αίματος φαίνεται να έχει 80% ακρίβεια στην πρόβλεψη της πρόωρης προεκλαμψίας, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη. Η προεκλαμψία που ευθύνεται για περισσότερους από πάνω 70.000 θανάτους μητέρων και 500.000 θανάτους εμβρύων κάθε χρόνο παγκοσμίως, ήταν δύσκολο να προβλεφθεί.
Αυτό καθιστά την προληπτική θεραπεία πρόκληση, σύμφωνα με έναν από τους επικεφαλής συγγραφείς της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε στο Nature Medicine. «Δεν μπορούμε να κάνουμε βιοψία στον πλακούντα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά πιστεύουμε ότι σχετίζεται με την προεκλαμψία», αναφέρουν οι ερευνητές.
«Οι γιατροί εξετάζουν τους κλινικούς παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι είναι αρκετά αποτελεσματικοί, αλλά παρ’όλα αυτά ένας σημαντικός αριθμός ατόμων δεν εντοπίζεται» σημειώνουν.
Τι είναι η προεκλαμψία;
Η προεκλαμψία είναι μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση) ή δυσλειτουργία των οργάνων. Συνήθως εμφανίζεται στο τρίτο τρίμηνο.
Η ακριβής αιτία της πάθησης παραμένει άγνωστη, αλλά οι ειδικοί υποψιάζονται ότι σχετίζεται με μια μη φυσιολογική αλληλεπίδραση μεταξύ του πλακούντα και των αιμοφόρων αγγείων της μητέρας.
Κατά κανόνα, οι γιατροί προσπαθούσαν να διακρίνουν τον κίνδυνο μιας εγκύου γυναίκας με βάση το ιστορικό της. Οι παράγοντες κινδύνου για προεκλαμψία περιλαμβάνουν την πρώτη εγκυμοσύνη, ιστορικό προεκλαμψίας, ιστορικό υπέρτασης ή χρόνιας νεφρικής νόσου ή και τα δύο.
Ορισμένες φορές, ωστόσο, η προεκλαμψία αναπτύσσεται απουσία αυτών των παραγόντων κινδύνου.
Τι έδειξε η έρευνα
Οι ερευνητές γνωρίζουν εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες ότι ο πλακούντας αποβάλλει DNA στο μητρικό αίμα. Μέσω εργαστηριακών μεθόδων ήταν σε θέση να εξάγουν DNA χωρίς κύτταρα, να αναλύσουν την αλληλουχία του και να χρησιμοποιήσουν το δείγμα για τον έλεγχο εμβρυϊκών ανωμαλιών, όπως το σύνδρομο Down.
Έτσι η ομάδα των ερευνητών από το University of Washington School of Medicine και το Fred Hutch Cancer Center συνεργάστηκαν για την ανάπτυξη της ιδέας να χρησιμοποιηθούν δεδομένα αλληλουχίας DNA χωρίς κύτταρα για τον έλεγχο της προεκλαμψίας, εξηγούν οι ερευνητές.
Τα τελευταία δύο χρόνια λοιπόν, χρησιμοποίησαν αυτά τα δεδομένα, τα οποία λειτουργούν ως υγρή βιοψία, από το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης για πάνω από 1.000 έγκυες για να αναπτύξουν και στη συνέχεια να επιβεβαιώσουν την αποτελεσματικότητα της εξέτασης.
Τα δείγματα συλλέχθηκαν μεταξύ 2017-2023. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η προσέγγισή τους, η οποία χρησιμοποιεί σήματα που αποθηκεύονται σε δεδομένα αλληλουχίας κυκλοφορούντος DNA χωρίς κύτταρα, φάνηκε να έχει 80% ευαισθησία στην πρόβλεψη του κατά πόσον μία εγκυμονούσα θα εμφανίσει πρόωρη προεκλαμψία ή όχι.