Η δωρεά αίματος είναι ευρέως αναγνωρισμένη ως μια σπουδαία πράξη που σώζει ζωές, ανανεώνοντας τα αποθέματα των νοσοκομείων και βοηθώντας τους ασθενείς που το έχουν ανάγκη. Δεν μας κοστίζει κάτι, όμως για κάποιον που το χρειάζεται μπορεί να σημαίνει τα πάντα. Μπορεί, όμως, το αίμα που δίνουμε, να ωφελήσει και εμάς τους ίδιους, δηλαδή τους δωρητές;

Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ, κορυφαίου βρετανικού ερευνητικού κέντρου στον τομέα της βιολογίας και της ιατρικής, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο ιατρικό περιοδικό Blood, αποκαλύφθηκε ότι οι συχνοί δωρητές αίματος είναι πιθανόν να βιώνουν λεπτές γενετικές αλλαγές, που ενδέχεται να μειώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αιματολογικών καρκίνων.

Παράλληλα, έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει ότι παρατηρείται μία σειρά από γενικότερα ωφέλιμα αποτελέσματα για την υγεία μας, που συνδέονται με τη συχνή δωρεά αίματος.

Καθώς περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε, τα αιμοποιητικά μας βλαστοκύτταρα μεταλλάσσονται. Ορισμένες από αυτές τις μεταλλάξεις αυξάνουν τα επίπεδα κινδύνου για ασθένειες, όπως είναι για παράδειγμα η λευχαιμία.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη μελέτη εντόπισε μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ όσων δίνουν συχνά αίμα.

Συγκεκριμένα, έκανε σύγκριση μεταξύ δύο ομάδων υγιών ανδρών δωρητών, κατά τη δεκαετία του ’60. Η μία ομάδα είχε κάνει δωρεά αίματος τρεις φορές τον χρόνο για 40 συναπτά χρόνια, ενώ η άλλη είχε δωρίσει αίμα μόνο πέντε φορές συνολικά.

Και στις δύο ομάδες είχε παρατηρηθεί ένας παρόμοιος αριθμός γενετικών μεταλλάξεων, αλλά η φύση αυτών των μεταλλάξεων διέφερε. Σχεδόν το 50% των συχνών δωρητών έφεραν μια συγκεκριμένη κατηγορία μεταλλάξεων που δεν συνδέονταν συνήθως με τον καρκίνο, σε σύγκριση με όσους δώριζαν πιο σπάνια, που έφεραν τις εν λόγω μεταλλάξεις σε μικρότερο ποσοστό, της τάξης του 30%.

Πιστεύεται ότι η τακτική δωρεά αίματος ενθαρρύνει το σώμα να παράγει φρέσκα αιμοσφαίρια, τροποποιώντας το γενετικό τοπίο των βλαστοκυττάρων με έναν ενδεχομένως ευεργετικό τρόπο.

Σε εργαστηριακά πειράματα που πραγματοποιήθηκαν, αυτές οι μεταλλάξεις συμπεριφέρονταν διαφορετικά από εκείνες που συνήθως σχετίζονται με τη λευχαιμία, για την ακρίβεια, τα βλαστοκύτταρα από τους συχνούς δωρητές ήταν πιο αποτελεσματικά στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Αν και αυτά τα ευρήματα είναι πραγματικά ελπιδοφόρα για την ιατρική και την επιστήμη, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να προσδιοριστεί εάν η δωρεά αίματος μειώνει ενεργά τον κίνδυνο καρκίνου.

Κάθε φορά που κάποιος δωρίζει αίμα, το σώμα αρχίζει γρήγορα τη διαδικασία ανανέωσης των χαμένων αιμοσφαιρίων, προκαλώντας τον μυελό των οστών να παράγει νέα.

Και βέβαια αυτή η φυσική διαδικασία ανανέωσης είναι δυνατόν να συμβάλλει στη δημιουργία πιο υγιών και ανθεκτικών αιμοσφαιρίων με την πάροδο του χρόνου.

Ορισμένα στοιχεία δείχνουν, μάλιστα, ότι η δωρεά αίματος μπορεί να βελτιώσει ακόμη και την ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενδεχομένως παίζοντας ρόλο στη μείωση του κινδύνου για διαβήτη τύπου 2, αν και η σχετική έρευνα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.

Δωρεά αίματος και καρδιαγγειακή υγεία

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, υπάρχει μία πιθανότητα συνδυασμού της δωρεάς αίματος και της καρδιαγγειακής  υγείας. Το πόσο πηχτό ή αραιό είναι το αίμα, μπορεί να επηρεάζει το αν θα είναι επιρρεπής κάποιος στην καρδιοπάθεια, συνυπολογιστικά σαφώς με άλλους παράγοντες.

Όταν το αίμα είναι πολύ πηχτό, ρέει λιγότερο αποτελεσματικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο υψηλής πίεσης, ακόμη και εγκεφαλικού επεισοδίου.

Λέγεται, λοιπόν, πως η τακτική δωρεά αίματος βοηθά στη μείωση της πυκνότητας του αίματος, διευκολύνοντας την άντλησή του από την καρδιά, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη κυκλοφορία του και που φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο καρδιοαγγειακών επιπλοκών.

Αίμα και σίδηρος

Υπάρχουν, επίσης, όλο και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι η δωρεά αίματος μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση των επιπέδων σιδήρου στο σώμα, ενός ακόμη παράγοντα που συνδέεται με την καρδιοπάθεια.

Ενώ ο σίδηρος είναι απαραίτητος για τη μεταφορά οξυγόνου στο αίμα, η υπερβολική συσσώρευση σιδήρου έχει συνδεθεί με οξειδωτικό στρες, μιας ανισορροπία μεταξύ των ελευθέρων ριζών και των αντιοξειδωτικών στο σώμα, και με φλεγμονή, παράγοντες που συμβάλλουν στην καρδιοπάθεια.

Με την απομάκρυνση του σιδήρου μέσω της δωρεάς αίματος, οι δωρητές μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο αυτών των επιπλοκών.

Δωρεά αίματος και αρτηριακή πίεση

Ορισμένες μελέτες έχουν ακόμη υποδείξει έναν πιθανό σύνδεσμο μεταξύ της δωρεάς αίματος και της χαμηλότερης αρτηριακής πίεσης, ιδιαίτερα σε άτομα με υπέρταση.

Φυσικά  δεν μπορεί να αντικαταστήσει τα φάρμακα που παίρνει ένας υπερτασικός ή τις συστάσεις για έναν υγιεινό τρόπο ζωής με σωστή διατροφή και άσκηση που βοηθούν στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, όμως η δωρεά αίματος μπορεί να είναι ένας ακόμη τρόπος για να βοηθήσει στην συνολική καρδιοαγγειακή υγεία.

Μπορούμε να το σκεφτούμε και ως εξής: Κάθε φορά που δίνουμε αίμα, εκτός από το καλό που κάνουμε σε κάποιον συνάνθρωπό μας που μπορεί να το χρειάζεται, είναι σαν να κάνουμε μία μικρή ιατρική εξέταση.

Πριν από τη δωρεά, ελέγχονται η αρτηριακή μας πίεση, τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης και οι παλμοί μας, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιούνται εξετάσεις για μολυσματικές ασθένειες.

Οι δωρητές αίματος πρέπει να πληρούν αυστηρά κριτήρια καταλληλότητας. Άτομα με χρόνια νοσήματα, συγκεκριμένες λοιμώξεις ή ιστορικό καρκίνου συνήθως δεν επιτρέπεται να κάνουν δωρεά.