Το AI έχει συμβάλλει στη διευκόλυνση της καθημερινότητάς μας. Μπορούμε να το συμβουλευτούμε για πολλά και διάφορα, να του κάνουμε κρίσιμες ερωτήσεις και να του εμπιστευτούμε κάποιες εργασίες που παλαιότερα αναλαμβάναμε μόνοι μας. Μήπως η τόσο συχνή χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, όμως, μας έχει κάνει να αμφιβάλλουμε για εμάς;

Ήταν το 1978, που για πρώτη φορά εισήχθη ο όρος «το σύνδρομο του απατεώνα» σε άρθρο δημοσιευμένο στο Journal of Humanistic Psychology. Αυτό το σύνδρομο αποτελεί μία ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία γεννάται αμφιβολία για τις ικανότητες, τις δεξιότητες ή τις επιτυχίες κάποιου, παρά την ύπαρξη αποδείξεων για το αντίθετο, ενώ συχνά συμβαίνει σε άτομα με υψηλές επιδόσεις.

Συγκεκριμένα στη μελέτη αυτή, εξετάστηκε η εμπειρία γυναικών με υψηλές επιδόσεις σε διάφορους τομείς, οι οποίες βίωναν το αίσθημα ότι οι επιτυχίες τους είναι αποτέλεσμα τύχης ή εξωτερικών παραμέτρων και όχι πραγματικής αξίας ή ικανότητάς τους.

Αυτό στην πορεία βρήκε εφαρμογή και σε άλλα κοινωνικά και επαγγελματικά περιβάλλοντα, αποδεικνύοντας ότι οι άνθρωποι τείνουν να αμφισβητούν το πόσο αξίζουν, γι’ αυτό και νιώθουν ότι είναι «απατεώνες», ότι έχουν δηλαδή εξαπατήσει τους άλλους.

Συχνά ορισμένα φιλόδοξα άτομα χαρακτηρίζονται από αδυναμία να αναγνωρίσουν τα επιτεύγματά τους και από έναν επίμονο φόβο ότι θα εκτεθούν, αφού νομίζουν ότι αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από κάποιον σαν απάτη.

Το ΑΙ μάς κάνει να αμφιβάλλουμε για τις γνώσεις μας

Αυτό το φαινόμενο πλέον εμφανίζεται και κατά τη σχέση μας με την τεχνολογία και σε πολύ μεγάλο βαθμό όταν χρησιμοποιούμε το AI.

Το «σύνδρομο του απατεώνα» που προκαλεί η τεχνητή νοημοσύνη σχετίζεται με την αμφιβολία που έχουν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους, επειδή η επιτυχία τους δεν έχει την παραδοσιακή δυσκολία που συνδέεται με τη νοητική προσπάθεια.

Το AI τα κάνει όλα πιο εύκολα, τα βρίσκει όλα πιο γρήγορα και εκείνοι δεν χρειάζεται να κάνουν και τόσα πολλά πια, με αποτέλεσμα να νιώθουν ότι εξαπατούν το περιβάλλον τους, ότι παραπλανούν τους άλλους.

Παρ’ ότι γνωρίζουμε πως δεν είμαστε ανεπαρκείς και πως έχουμε καταφέρει πράγματα με την αξία μας, έχουμε την ανησυχία ότι κάποιος θα μας «τσακώσει», έχουμε τύψεις ότι έπρεπε να κοπιάσουμε περισσότερο για να αποκτήσουμε μία χρήσιμη πληροφορία και βέβαια ίσως έχουμε διαρκώς την αίσθηση ότι είμαστε λιγότερο έξυπνοι από το AI.

Όταν η νοημοσύνη ανατίθεται στις μηχανές, αυτομάτως θεωρούμε ότι γινόμαστε λιγότερο απαραίτητοι, μία σκέψη που ενδεχομένως να επιφέρει κάποιο πιο βαθύ πλήγμα στην αυτοεκτίμησή μας.

Επίσης, για πολλούς από εμάς, αυτό διαταράσσει μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση, εκείνη που συνδέει τη νοημοσύνη με την προσπάθεια.

Η τεχνητή νοημοσύνη μετατρέπει τη σκέψη από μια πράξη κατασκευής σε μια πράξη ανάκτησης, κάνοντάς την να μοιάζει περισσότερο με μια διαδικασία επιλογής παρά δημιουργίας, με μια διαδικασία επιμέλειες, παρά παραγωγής.

Γενικά, οι άνθρωποι τείνουμε να εκτιμούμε τα επιτεύγματα περισσότερο όταν απαιτούν αγώνα, θεωρούμε ότι πρέπει να παλέψουμε για να επιτύχουμε αυτό που θέλουμε και η συγκεκριμένη προσέγγιση έχει τις ρίζες του στη βιολογία.

Σε μία εποχή που τα μηχανήματα και οι άνθρωποι συνυπάρχουν, που το AI μπορεί να γεννήσει μια σκέψη σε δευτερόλεπτα ανακτώντας και συνθέτοντας δεδομένα μέσα από μία οθόνη, φτάνουμε ακόμη και σε σημείο να αναρωτιόμαστε τι είναι σκέψη. Αυτό που κάνουμε εμείς ή αυτό που κάνει εκείνο;

Σύμφωνα με μελέτη του 2025, που διεξήχθη από το ερευνητικό κέντρο Imagining the Digital Future Center, σχεδόν οι μισοί χρήστες της τεχνητής νοημοσύνης πιστεύουν ότι οι βοηθοί ΑΙ είναι πιο έξυπνοι από αυτούς.

Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων εκφράζει ανησυχίες για την εξάρτησή του από το AI στη σκέψη και τη λήψη αποφάσεων.

Ποιες είναι οι προβλέψεις για το «σύνδρομο του απατεώνα» της AI

Όσο περνάει ο καιρός, αφομοιώνουμε σιγά – σιγά όλο και περισσότερες τεχνολογικές εξελίξεις. Κάτι που παλαιότερα μας φαινόταν συναρπαστικό, παράξενο ή ανήκουστο, πλέον έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας.

Μάλιστα η τεχνολογία εξελίσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, οπότε η κανονικοποίησή της δεν αργεί να έρθει κάθε φορά.

Αυτό γίνεται πιο εύκολα κατανοητό, αν σκεφτούμε πως παλιά δεν ήμασταν εξοικειωμένοι με τον ορθογραφικό έλεγχο ή με τα GPS, αλλά τώρα μπορεί να τα έχουμε εντάξει ομαλά στην καθημερινότητά μας, χωρίς να έχουμε ενοχές που τα χρησιμοποιούμε αμφισβητώντας, για παράδειγμα, τη γνώση μας που σχετίζεται με την ορθογραφία ή την ικανότητά μας στον προσανατολισμό.

Το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε να αγκαλιάσουμε τέτοιου είδους τεχνολογικές αλλαγές και να χρησιμοποιούμε όλο και πιο ισχυρά γνωστικά εργαλεία για να διευκολύνουμε τη ζωή μας, χωρίς όμως να χάσουμε την ουσία της ανθρώπινης σκέψης, την αίσθηση της πρωτοβουλίας, της περιέργειας και του σκοπού μας.