Ο χρόνιος πόνος φαίνεται να συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και στρες, σύμφωνα με νέα ανάλυση περισσότερων από 375 δημοσιευμένων μελετών.
Η μελέτη, με επικεφαλής ερευνητές του Johns Hopkins Medicine, αποκάλυψε ότι το 40% των ενηλίκων με χρόνιο πόνο παρουσίαζαν «κλινικά σημαντική κατάθλιψη και άγχος». Μεταξύ εκείνων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, όπως έδειξε η ανάλυση, ήταν οι γυναίκες, οι νεότεροι ενήλικες και τα άτομα με ινομυαλγία.
Ο χρόνιος πόνος, που περιγράφεται ως πόνος που επιμένει για περισσότερο από τρεις μήνες, μπορεί να είναι μια εξουθενωτική κατάσταση. Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) εκτιμάται ότι το 2021 το 20,9% των ενηλίκων των ΗΠΑ (51,6 εκατομμύρια άνθρωποι) αντιμετώπιζαν χρόνιο πόνο.
Για την μελέτη τους, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που δημοσιεύτηκαν σε 376 μελέτες, δίνοντας έμφαση στην εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης της κατάθλιψης και του άγχους σε άτομα με χρόνιο πόνο σε όλο τον κόσμο.
Χρόνιος πόνος, κατάθλιψη και στρες… Μια αόρατη σύνδεση
Τα ευρήματά τους, τα οποία συνέκριναν τα ποσοστά της κατάθλιψης και του άγχους σε άτομα με και χωρίς χρόνιο πόνο, βασίστηκαν σε κλινικά συμπτώματα από αρχεία ασθενών, σε κριτήρια για το άγχος και την κατάθλιψη που περιλαμβάνονται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) και στην εκτίμηση και προσαρμογή παραγόντων όπως η γεωγραφική θέση, το κλινικό και το κοινοτικό περιβάλλον για τη συλλογή δεδομένων, η ηλικία, το φύλο και η διάρκεια του πόνου.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο JAMA Network Open, αποκαλύπτουν ότι οι ενήλικες με χρόνιο πόνο φάνηκαν να έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κλινικά συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους και ότι η αυξημένη κατάθλιψη και το άγχος μπορεί να σχετίζονται με τον χρόνιο πόνο, αντί να αποδίδονται αποκλειστικά στην ύπαρξη ιατρικής πάθησης.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ 2013-2023 και περιελάμβαναν 347.468 ενήλικες ασθενείς με χρόνιο πόνο από 50 χώρες. Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών ήταν τα 52 έτη. Στους ασθενείς μελετήθηκαν συνολικά επτά συμπτώματα κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής.
Από τα επτά συμπτώματα κατάθλιψης και αγχώδους διαταραχής, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι τα υψηλότερα ποσοστά που παρουσιάστηκαν σε ασθενείς με χρόνιο πόνο ήταν κλινικά συμπτώματα κατάθλιψης και κλινικά συμπτώματα άγχους σε ποσοστό 39% και 40% αντίστοιχα.
Τα ποσοστά των διαγνώσεων του DSM 5 ήταν χαμηλότερα, συμπεριλαμβανομένων της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής (37%), της επίμονης καταθλιπτικής διαταραχής (6%), της γενικής αγχώδους διαταραχής (17%), της διαταραχής πανικού (8%) και της διαταραχής κοινωνικού άγχους (2%).
«Οι άνθρωποι με χρόνιο πόνο είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη και αγχώδη διαταραχή, συγκριτικά με εκείνους χωρίς χρόνιο πόνο. Πρόκειται για ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω τακτικού ελέγχου για κατάθλιψη και αγχώδη διαταραχή σε κλινικά περιβάλλοντα, καθώς και με την ανάπτυξη θεραπειών που στοχεύουν και τα δύο» αναφέρουν οι ερευνητές.
« Ταυτόχρονα, πρόκειται επίσης για μια ιστορία ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με τα ευρήματά μας, οι περισσότεροι άνθρωποι με χρόνιο πόνο δεν έχουν κατάθλιψη ή άγχος. Τα αποτελέσματα αυτά αμφισβητούν την πεποίθηση ότι ο χρόνιος πόνος οδηγεί αναπόφευκτα σε κατάθλιψη, υπενθυμίζοντάς μας ότι τα άτομα με χρόνιο πόνο μπορούν να ζήσουν μια ψυχικά υγιή και πλήρη ζωή» καταλήγουν οι ίδιοι.