Νέα επιστημονική μελέτη υποστηρίζει ότι η βακτηριακή κολπίτιδα (BV) δεν είναι απλώς μια γυναικολογική πάθηση, αλλά ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ).

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο New England Journal of Medicine, σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται κατανοητή και ορίζεται η βακτηριακή κολπίτιδα, αμφισβητώντας την επικρατούσα θεωρία και συμβάλλοντας ενεργά στην πρόληψη της υποτροπής της.

Τα ευρήματα «υπογραμμίζουν επίσης την ανάγκη για μια σημαντική αλλαγή στη θεραπευτική προσέγγιση των γυναικών με βακτηριακή κολπίτιδα, σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να ενημερώνονται για την προέλευση της λοίμωξης. Εξίσου σημαντικό είναι να εμπλέκονται οι άνδρες σύντροφοί τους στον επιμερισμό της ευθύνης για τη μετάδοση και τη θεραπεία», τονίζουν οι ερευνητές.

Πότε αναπτύσσεται η βακτηριακή κολπίτιδα;

Η βακτηριακή κολπίτιδα αναπτύσσεται όταν υπάρχει ανισορροπία στα βακτήρια του κόλπου και η παρούσα μελέτη υποδηλώνει ότι η σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση ή την μετάδοση των βακτηρίων που την προκαλούν.

Αν δεν αντιμετωπιστεί, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης από άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του HIV και αυξάνει επίσης τον κίνδυνο προβλημάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού.

Το ένα τρίτο των γυναικών παγκοσμίως αναπτύσσουν βακτηριακή κολπίτιδα κατά τη διάρκεια της ζωής τους και πολλές παλεύουν επανειλημμένα με τη μόλυνση, η οποία εκτός από κνησμό και άτυπες εκκρίσεις, μπορεί επίσης να προκαλέσει αίσθημα καύσου κατά την ούρηση και δύσοσμες εκκρίσεις.

Περισσότερες από τις μισές γυναίκες με βακτηριακή κολπίτιδα υποτροπιάζουν μέσα σε τρεις μήνες μετά τη λήψη μιας εβδομαδιαίας αγωγής αντιβιοτικών από το στόμα, σημείωσαν οι ερευνητές.

Όπως επισημαίνουν, τα νέα ευρήματα δεν αποτελούν έκπληξη.

«Υποπτευόμασταν εδώ και καιρό ότι πρόκειται για σεξουαλικώς μεταδιδόμενη πάθηση, επειδή έχει παρόμοια περίοδο επώασης (μετά το σεξ) με τα περισσότερα ΣΜΝ και σχετίζεται με τους ίδιους παράγοντες κινδύνου με τα ΣΜΝ όπως η αλλαγή σεξουαλικού συντρόφου και η μη χρήση προφυλακτικών», αναφέρει η ερευνήτρια Δρ Lenka Vodstrcil, αναπληρώτρια επικεφαλής της ομάδας Genital Microbiota and Mycoplasma Group από το Melbourne Sexual Health Centre του Monash University στην Μελβούρνη.

Μειωμένα τα ποσοστά υποτροπής όταν οι άνδρες έλαβαν θεραπεία

Στη μελέτη συμμετείχαν 164 ζευγάρια από την Αυστραλία. Όλες οι γυναίκες είχαν λοιμώξεις από βακτηριακή κολπίτιδα και βρίσκονταν σε μονογαμικές σχέσεις με άνδρες συντρόφους. Οι ερευνητές ανέθεσαν τυχαία στα ζευγάρια να ακολουθήσουν είτε την παραδοσιακή θεραπεία (αντιβιοτικό μόνο για τη γυναίκα) είτε η γυναίκα και ο άνδρας να λάβουν αντιβιοτικά, καθώς και ο άνδρας να εφαρμόσει μια τοπική αντιμικροβιακή κρέμα δύο φορές την ημέρα για επτά ημέρες.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το ποσοστό υποτροπής ήταν 65% στις γυναίκες των οποίων οι σύντροφοι δεν έλαβαν θεραπεία και 35% στις γυναίκες των οποίων οι σύντροφοι έλαβαν θεραπεία.

«Μέχρι σήμερα, δεν έχουν υπάρξει αποτελεσματικές στρατηγικές για την πρόληψη της σεξουαλικής μετάδοσης των βακτηρίων που σχετίζονται με τη βακτηριακή κολπίτιδα, εκτός από τη συνεπή χρήση προφυλακτικών» καταλήγουν οι ίδιοι.