Η ηλικία ενός ατόμου ορίζεται, σύμφωνα με την επιστήμη, με δύο διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχει η χρονολογική, ο αριθμός δηλαδή των ετών από τη γέννηση ενός ατόμου και η βιολογική ηλικία– ένα μέτρο που φανερώνει πόσο «ηλικιωμένα» είναι τα κύτταρα και τα όργανα του σώματος. Η χρονολογική μπορεί να διαφέρει σημαντικά από τη βιολογική ηλικία, ανάλογα με τη γενετική και τον τρόπο ζωής ενός ατόμου. Η βιολογική ηλικία μπορεί επίσης να διαφέρει μεταξύ των ίδιων οργάνων ενός ατόμου, με ορισμένα όργανα να είναι βιολογικά μεγαλύτερα από άλλα.

Η χρονολογική γήρανση είναι γραμμική και δεν μπορεί να επιταχυνθεί ή να καθυστερήσει. Ωστόσο, η βιολογική, μπορεί να είναι ταχύτερη ή βραδύτερη από τη χρονολογική, ανάλογα και πάλι με τη γενετική αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η διαφορά μεταξύ των δύο μέτρων αναφέρεται συχνά ως «χάσμα ηλικίας». Ένα αρνητικό χάσμα ηλικίας, με τη βιολογική ηλικία να είναι μικρότερη από τη χρονολογική, αντιπροσωπεύει μια υγιή ή καθυστερημένη γήρανση, ενώ ένα θετικό χάσμα ηλικίας υποδεικνύει ότι το άτομο γερνάει ταχύτερα από το αναμενόμενο.

Πρόσφατα, μια ομάδα ερευνητών υπό την καθοδήγηση επιστημόνων από το University College London στο Ηνωμένο Βασίλειο αποκάλυψε ότι μια εξέταση αίματος για τον προσδιορισμό της βιολογικής ηλικίας των οργάνων μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών προβλημάτων υγείας χρόνια ή ακόμα και δεκαετίες πριν εμφανιστούν.

Η μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο The Lancet Digital Health, έδειξε ότι η ταχύτερη γήρανση ενός συγκεκριμένου οργάνου, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης ασθενειών που επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα.

Εξέταση αίματος μπορεί να μετρήσει τη βιολογική ηλικία των οργάνων

Οι ερευνητές αξιολόγησαν αρχικά την υγεία 6.235 ενηλίκων μέσων ιατρικών αρχείων και στη συνέχεια, 20 χρόνια αργότερα.

Όλοι οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα αίματος όταν ήταν σε ηλικία από 45 έως 69 ετών. Στη συνέχεια, οι ερευνητές πραγματοποίησαν ανάλυση για να προσδιορίσουν όλες τις πρωτεΐνες στο πλάσμα αυτών των δειγμάτων.

Από τα δεδομένα αυτών των πρωτεϊνών, εντόπισαν το χάσμα ηλικίας σε εννέα διαφορετικά όργανα ή συστήματα οργάνων: τις αρτηρίες, τον εγκέφαλο, την καρδιά, το ανοσοποιητικό σύστημα, το έντερο, τα νεφρά, το ήπαρ, τους πνεύμονες και το πάγκρεας.

Χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα, οι ερευνητές εξέτασαν 45 ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία, προκειμένου να προσδιορίσουν αν το χάσμα ηλικίας σε οποιαδήποτε όργανα επηρεάζουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτών των ασθενειών. Όπως επεσήμαναν, η βιολογική γήρανση προχωρούσε με διαφορετικούς ρυθμούς σε διάφορα όργανα του ίδιου ατόμου και τα άτομα των οποίων οποιοδήποτε όργανο γερνούσε γρήγορα, αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο για 30 από τις 45 ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία.

«Τα όργανα επηρεάζουν το ένα το άλλο»

Οι ερευνητές βρήκαν ότι η προχωρημένη γήρανση σε ένα συγκεκριμένο όργανο αύξανε τον κίνδυνο για πολυοργανικές ασθένειες και ότι η ταχεία γήρανση σε περισσότερα από ένα όργανα αύξανε τον κίνδυνο ασθένειας σε ένα μόνο όργανο. Οι επιπτώσεις της κυτταρικής γήρανσης ήταν εκτεταμένες, με τα όργανα που γερνούσαν γρηγορότερα να συνδέονται με μεγαλύτερη θνησιμότητα.

«Το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν το πώς η γήρανση ενός οργάνου επηρεάζει την πιθανότητα ασθένειας και τη γήρανση άλλων οργάνων. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις κάνουν την πρόληψη και την ανάπτυξη θεραπειών δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, αυτή ήταν μια αναγκαία έρευνα με πολλές καινοτόμες ανακαλύψεις», δήλωσαν οι ερευνητές

Πώς η γήρανση των οργάνων συνδέεται με την άνοια

Ένα μεγαλύτερο χάσμα ηλικίας στην καρδιά συνδέθηκε με υψηλότερο κίνδυνο καρδιοπαθειών αργότερα στη ζωή. Τα χάσματα ηλικίας που παρατηρήθηκαν στο ανοσοποιητικό σύστημα συνδέθηκαν με την ανάπτυξη άνοιας αργότερα στη ζωή, ενώ η ταχεία γήρανση του εντέρου ήταν ο πιο ισχυρός παράγοντας κινδύνου για τη νόσο του Πάρκινσον.

Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες που συνδέουν τα φλεγμονώδη σημάδια στο αίμα με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας και μια εξασθενημένη εντερική μεμβράνη με την ασθένεια του Πάρκινσον.

«Η μελέτη βρήκε μια ενδιαφέρουσα σύνδεση μεταξύ πρωτεϊνών που σχετίζονται με τη φλεγμονή και του μελλοντικού κινδύνου άνοιας. Αυτό υποδηλώνει μια σχέση μεταξύ των φλεγμονωδών διεργασιών και των νευροεκφυλιστικών διαταραχών, κάτι που θα πρέπει να γίνει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας», επεσήμαναν οι ειδικοί.

Οι συγγραφείς της μελέτης σημείωσαν επίσης:

«Αυτός ο τύπος εξέτασης αίματος θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στην προληπτική ιατρική, ιδιαίτερα στη φροντίδα υγείας που επικεντρώνεται στη μακροβιότητα. Εντοπίζοντας τη γήρανση των οργάνων σε πρώιμο στάδιο, οι κλινικοί γιατροί θα μπορούσαν να εφαρμόσουν στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως αλλαγές στον τρόπο ζωής και φαρμακευτικές αγωγές, πριν εμφανιστεί η ασθένεια.

Ωστόσο, η έρευνά μας είχε περιορισμούς. Ως παρατηρητική μελέτη, δεν μπορεί να αποδείξει αιτιότητα. Επιπλέον, η ομάδα των συμμετεχόντων ήταν γενικά πιο υγιής από τον γενικό πληθυσμό και τα ποσοστά εμφάνισης ορισμένων ασθενειών ήταν χαμηλά, καθιστώντας δύσκολη την επιβεβαίωση των συσχετίσεων. Θα χρειαστεί περαιτέρω επικύρωση και τυποποίηση πριν από κάθε κλινική εφαρμογή».