Μια διεθνής ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τορόντο ανακάλυψε μια ένωση στο τζίντζερ, που ονομάζεται φουρανοδιενόνη (furanodienone, FDN), η οποία δεσμεύεται επιλεκτικά και ρυθμίζει έναν πυρηνικό υποδοχέα που εμπλέκεται στη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.
Τι έδειξε η έρευνα για το τζίντζερ
Κατά την διαδικασία ανίχνευσης για τον εντοπισμό χημικών συστατικών του τζίντζερ που δεσμεύονται σε υποδοχείς που σχετίζονται με την φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, η ομάδα παρατήρησε μια ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ της FDN και του υποδοχέα pregnane X (pregnane X receptor, PXR).
Η FDN φαίνεται να μειώνει τη φλεγμονή στο παχύ έντερο, ενεργοποιώντας την ικανότητα του υποδοχέα PXR να καταστέλλει την παραγωγή προφλεγμονωδών κυττοκινών στο σώμα. Ενώ οι ερευνητές γνώριζαν την FDN εδώ και δεκαετίες, δεν είχαν προσδιορίσει τις λειτουργίες της μέχρι σήμερα.
«Είδαμε ότι μπορούσαμε να μειώσουμε τη φλεγμονή στο παχύ έντερο πειραματόζωων με την χορήγηση FDN από το στόμα», δήλωσαν οι ερευνητές. «Η ανακάλυψη του πυρηνικού υποδοχέα-στόχου της FDN αναδεικνύει πιθανώς νέες δυνατότητες για την θεραπεία της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου» συμπληρώνουν.
Η μελέτη έχει δημοσιευθεί στο Nature Communications.
Νέα θεραπευτική οδός για την φλεγμονώδη νόσο του εντέρου;
Τα συμπτώματα της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου αρχίζουν να εμφανίζονται νωρίς στην ζωή, περίπου το 25% των ασθενών διαγιγνώσκονται πριν από την ηλικία των 20 ετών. Προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία, οπότε οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν δια βίου θεραπείες για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους, συμπεριλαμβανομένου του κοιλιακού πόνου και της διάρροιας.
Ενώ οι ασθενείς μπορούν να βρουν ανακούφιση μέσω αλλαγών στη διατροφή τους, δεν είναι σαφές ποιες χημικές ενώσεις στα τρόφιμα σχετίζονται με την ανακούφιση της εντερικής φλεγμονής. Με το FDN να αναγνωρίζεται από τους ερευνητές ως ένωση με πιθανές θεραπευτικές ιδιότητες, αυτό το συγκεκριμένο συστατικό του τζίντζερ θα μπορούσε να εξαχθεί για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών θεραπειών.
Ένα πρόσθετο όφελος της FDN είναι ότι μπορεί να αυξήσει την παραγωγή πρωτεϊνών στενής σύνδεσης που αποκαθιστούν βλάβες στο βλεννογόνο του εντέρου που προκαλούνται από την φλεγμονή. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες έρευνες για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα.