Το επίπεδο της χοληστερίνης είναι ένας σημαντικός δείκτης για την υγεία της καρδιάς. Η χοληστερόλη είναι ένα λιπίδιο που παράγεται στο ήπαρ και έχει ορισμένες λειτουργίες, μεταξύ των οποίων ότι βοηθά στην παραγωγή των κυττάρων του σώματος. Αυτά τα λιπίδια μεταφέρονται μέσω της ροής του αίματος, προσκολλημένα στις πρωτεΐνες, τις λεγόμενες λιποπρωτεΐνες:
Χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL): Τα υψηλά επίπεδα LDL συγκεντρώνονται στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για την δημιουργία θρόμβου ή στένωση, αυξάνοντας τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Γι’ αυτό και αυτή η χοληστερόλη αναφέρεται ως «κακή».
Υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL): Αυτή είναι η «καλή» χοληστερόλη. Η HDL παίρνει την περίσσεια χοληστερόλη στο αίμα και την πηγαίνει στο συκώτι, όπου καταστρέφεται και αποβάλλεται από τον οργανισμό. Οι άνθρωποι που έχουν από τη φύση τους υψηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης κινδυνεύουν λιγότερο από καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Sun Yat-sen στην Κίνα υποστηρίζουν ότι η κατηγοριοποίηση της χοληστερόλης σε «καλή» και «κακή» μπορεί να μην ισχύει για την υγεία των ματιών…
Η «καλή» χοληστερόλη αυξάνει τον κίνδυνο γλαυκώματος
Τα υψηλά επίπεδα της «καλής» χοληστερόλης (HDL) στο αίμα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο γλαυκώματος, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό British Journal of Ophthalmology.
Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα παθήσεων των ματιών και αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης παγκοσμίως. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος, υψηλή ενδοφθάλμια πίεση, διαβήτη, μυωπία ή υπερμετρωπία, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης.
Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι για κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων HDL-C, ο κίνδυνος γλαυκώματος αυξήθηκε κατά 5%. Αντίθετα, κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων LDL-C, TC και TG σχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο. Αυτές οι συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μόνο στους συμμετέχοντες ηλικίας 55 ετών και άνω. Για παράδειγμα, τα υψηλότερα επίπεδα HDL-C συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος μόνο στους άνδρες. Τα υψηλότερα επίπεδα LDL-C και TC συσχετίστηκαν με χαμηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος, με στατιστική σημασία να παρατηρείται μόνο στις γυναίκες.
«Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται σε γενετική ευαισθησία στη δυσλιπιδαιμία– τα ανθυγιεινά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα στους άνδρες- και σε αλλαγές στην ορμονική κατάσταση στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες», εκτιμά η ερευνητική ομάδα.
«Οι ακριβείς φυσιολογικοί μηχανισμοί πίσω από αυτές τις διαφορές μεταξύ των φύλων παραμένουν υποθετικοί, αλλά μια μελέτη σε ζώα έδειξε ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων θα μπορούσαν να σχετίζονται με διαφορές στους υποδοχείς LDL. Επομένως, μπορεί να είναι σημαντικό να αναπτυχθούν διαφορετικές στρατηγικές για άνδρες και γυναίκες με βάση αυτά τα ευρήματα», υπογραμμίζουν οι συγγραφείς της μελέτης.