Ακόμη και τα άτομα των οποίων τα συμπτώματα δεν πληρούν ακόμη τα κριτήρια της κλινικής κατάθλιψης επωφελούνται από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μια νέα μετα-μελέτη με επικεφαλής ερευνητές από το Μόναχο και το Μαγδεμβούργο, οι οποίοι ανέλυσαν δεδομένα από 30 μελέτες. Οι συμμετέχοντες που έλαβαν παρεμβάσεις είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κλινική κατάθλιψη εντός του πρώτου έτους.
Μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα της κατάθλιψης περιλαμβάνουν έλλειψη κινήτρων, δυσκολία στον ύπνο, απώλεια ενδιαφέροντος και επίμονη θλίψη. «Συνήθως, η θεραπεία για την κατάθλιψη ξεκινά μόνο, όταν τα συμπτώματα πληρούν τα κλινικά κριτήρια», αναφέρουν οι ερευνητές.
«Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια αλλαγή. Εξετάσαμε τις υπάρχουσες επιστημονικές μελέτες επί του θέματος για να διαπιστώσουμε αν οι έγκαιρες παρεμβάσεις μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη των καταθλιπτικών διαταραχών» σημειώνουν οι ίδιοι.
Για το σκοπό αυτό, μελέτησαν περισσότερες από 1.000 διεθνείς έρευνες. «Για πρώτη φορά, συγκεντρώσαμε και αναλύσαμε ανώνυμα δεδομένα για μεμονωμένους ασθενείς από 30 από αυτές τις μελέτες», με τα ευρήματα να έχουν δημοσιευθεί στο Lancet Psychiatry.
Ο κίνδυνος κατάθλιψης μειώνεται κατά 42%
Η μετά-ανάλυση περιλαμβάνει δεδομένα από περίπου 3.600 άτομα τόσο σε ομάδες θεραπείας όσο και σε ομάδες ελέγχου (άτομα που δεν έκαναν θεραπεία). Όσοι συμμετείχαν στην ομάδα θεραπείας συμμετείχαν σε θεραπευτικές παρεμβάσεις για τα «υποκλινικά συμπτώματα» της κατάθλιψης.
Οι παρεμβάσεις αυτές συνήθως διαρκούσαν μεταξύ έξι και δώδεκα συνεδρίες και μπορούσαν να διεξαχθούν αυτοπροσώπως ή ψηφιακά. Περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, στοιχεία συμπεριφορικής θεραπείας, εκπαίδευση στην επίλυση προβλημάτων ή ασκήσεις για καλύτερο ύπνο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, εντός των πρώτων δώδεκα μηνών, τα συμπτώματα των συμμετεχόντων συχνά φάνηκαν να μειώνονται. Ο κίνδυνος εμφάνισης κλινικής κατάθλιψης φάνηκε να μειώνεται κατά 42% τους πρώτους έξι μήνες μετά την παρέμβαση σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Μετά από 12 μήνες, ο κίνδυνος εξακολουθούσε να είναι μειωμένος κατά 33%.
Επιτυχής η παρέμβαση ανεξάρτητα από το φύλο ή την εκπαίδευση
«Είναι αξιοσημείωτο ότι η αποτελεσματικότητα των μέτρων δεν φαίνεται να εξαρτάται από παράγοντες όπως η ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης και το φύλο», λένε οι ερευνητές. Ωστόσο, σημειώνουν ότι οι παρεμβάσεις φάνηκαν γενικά να είναι πιο επιτυχείς εάν οι συμμετέχοντες δεν είχαν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία για κατάθλιψη.
«Η έρευνά μας δείχνει ότι η πρόληψη μπορεί να κάνει την διαφορά για την ψυχική υγεία. Οι έγκαιρες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να αποτρέψουν τα άτομα με ηπιότερα συμπτώματα από το να αναπτύξουν εξαρχής κλινική κατάθλιψη» καταλήγουν οι ερευνητές.