Ως εορταστική πείνα χαρακτηρίζεται η παγιωμένη συνήθεια να χρησιμοποιούμε το φαγητό σαν το μοναδικό τρόπο για να γιορτάσουμε ένα γεγονός.

Όταν κάτι ιδιαίτερο γίνεται στη ζωή μας και νιώθουμε την ανάγκη να το γιορτάσουμε, ίσως στρεφόμαστε με υπερβολή στο φαγητό για να δείξουμε ότι χαιρόμαστε, ότι νιώθουμε υπερηφάνεια, ότι πανηγυρίζουμε ή τιμούμε κάτι.

Η κοινωνική πείνα, πάλι, έχει να κάνει με την ταύτιση του φαγητού ως κάτι που μοιραζόμαστε με τους άλλους.

Υπάρχουν διάφορες μελέτες που δείχνουν ότι τείνουμε να συνδυάζουμε τις κοινωνικές μας δραστηριότητες με φαγητό, αλλά και να καταναλώνουμε περισσότερο φαγητό, όταν τρώμε με άλλους.

Παράγοντες που φαίνεται να παίζουν ρόλο σε αυτό είναι η τάση μας να μιμούμαστε άλλους, η λιγότερο συνειδητή κατανάλωση τροφών ή ακόμα και η διάθεσή μας «να ξεφύγουμε» από τους κανόνες της εγκράτειας, ώστε να εντείνουμε την αίσθηση της ευχαρίστησης που μας προκαλεί η καλή παρέα.

Η πίεση να συμμετέχουμε σε μεγάλα γεύματα ή να ακολουθούμε παραδόσεις φαγητού συχνά οδηγεί σε υπερκατανάλωση, όχι επειδή όντως πεινάμε, αλλά για να νιώσουμε τη γιορτινή ατμόσφαιρα ή να καλύψουμε συναισθηματικές ανάγκες.

Γιατί το κάνουμε;

Η συναισθηματική πείνα προκύπτει όταν αναζητούμε άμεση συναισθηματική ικανοποίηση μέσα από το φαγητό.

Όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, μπορεί να φάμε χωρίς να πεινάμε πραγματικά, απλά για να ηρεμήσουμε ή να ξεχάσουμε το άγχος μας.

Συνήθως, αυτή η κατανάλωση περιλαμβάνει ανθυγιεινές επιλογές, όπως γλυκά ή λιπαρά φαγητά, τα οποία μας προσφέρουν προσωρινή ευχαρίστηση αλλά δεν λύνουν το συναισθηματικό πρόβλημα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο εξάρτησης από το φαγητό.

Ουσιαστικά, καταπραΰνουμε παροδικά τα συναισθήματά μας, μετά νιώθουμε ενοχές ή απογοήτευση για την υπερκατανάλωση και κυριαρχεί έντονα το αίσθημα της αποτυχίας.

Πώς οι γιορτές επηρεάζουν τη συναισθηματική πείνα;

Η εορταστική περίοδος είναι δύσκολη για όσους βιώνουν συναισθηματική πείνα. Όταν οι γιορτές είναι φορτισμένες με κοινωνικές υποχρεώσεις, αναμνήσεις ή την αίσθηση της μοναξιάς, το φαγητό συχνά γίνεται μια διέξοδος για να ανακουφιστούμε από το άγχος ή τη θλίψη.

Η συναισθηματική πείνα δεν έχει να κάνει με την πραγματική ανάγκη για φαγητό, αλλά με την ανάγκη μας να αντιμετωπίσουμε συναισθηματικά θέματα, όπως το άγχος, η θλίψη ή η μοναξιά.

Αντί να τρώμε ως βιολογική ανάγκη, καταφεύγουμε στο φαγητό για να νιώσουμε καλύτερα, να ξεφύγουμε από κάτι αρνητικό που αισθανόμαστε εκείνη τη στιγμή.

Ποια χαρακτηριστικά έχουν οι άνθρωποι που τρώνε συναισθηματικά;

  • Αναζητούν ανακούφιση από το άγχος: Η κατανάλωση φαγητού γίνεται ένας τρόπος για να ξεφύγουν από αρνητικά συναισθήματα.
  • Αίσθημα ενοχής μετά το φαγητό: Συχνά νιώθουν τύψεις γιατί δεν έφαγαν επειδή όντως πεινούσαν.
  • Προτιμούν ανθυγιεινές τροφές: Τα γλυκά ή τα λιπαρά φαγητά γίνονται η λύση για να νιώσουν καλύτερα έστω για λίγο.
  • Σύνδεση του φαγητού με συναισθηματική ικανοποίηση: Δεν τρώνε μόνο για να χορτάσουν, αλλά γιατί το φαΐ τούς προσφέρει συναισθηματική ανακούφιση.

Tips για τη διαχείριση της συναισθηματικής πείνας κατά την περίοδο των εορτών

Η συναισθηματική πείνα σχετίζεται άμεσα με την υπερφαγία. Όταν νιώθουμε την ανάγκη να καταφύγουμε στην υπερβολική κατανάλωση φαγητού ή να ενδώσουμε σε κάποιον πειρασμό λόγω της συναισθηματικής μας φόρτισης, πρέπει να μπούμε στη διαδικασία να αναλογιστούμε το εξής: «το να υποκύψουμε στο υπερφαγικό επεισόδιο θα μας βοηθήσει στο πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ή απλά θα μας κάνει να νιώσουμε χειρότερα μετά;».

Για να αντιμετωπιστεί η υπερφαγία, πρέπει να δούμε τη διαδικασία της θρέψης σαν ένα παιχνίδι με δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος του παιχνιδιού επιθυμούμε τη ρύθμιση και τη σταθεροποίηση της γλυκόζης, καθώς όσο πέφτει η γλυκόζη και προκαλείται αντιδραστική υπογλυκαιμία γιατί αφήνουμε μεγάλα κενά με άδειο το στομάχι τόσο πιο έντονα αναζητάμε τη γλυκιά γεύση και υποκύπτουμε σε πειρασμούς.

Για να σταθεροποιήσουμε τη γλυκόζη μας, χρειάζονται μικρά και συχνά γεύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Στο δεύτερο σκέλος του παιχνιδιού πρέπει να εστιάσουμε στην ενίσχυση της διάθεσής μας, βελτιώνοντας την παραγωγή της σεροτονίνης, γνωστής και ως «ορμόνη της χαράς», μέσω της διατροφής με σωστούς συνδυασμούς γευμάτων ανά τρεις με τέσσερις ώρες.

Οι σωστοί συνδυασμοί αποτελούνται από τις δυάδες και τις τριάδες που βοηθούν στην παραγωγή σεροτονίνης που είναι υπεύθυνη για το αίσθημα της ευφορίας. Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο «American Journal of Clinical Nutrition» το 1993 έδειξε ότι οι εθελοντές με αυξημένο ποσοστό λίπους είχαν χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, τα οποία φαίνεται να συνδέονται με έντονη επιθυμία για απλούς υδατάνθρακες (ζάχαρη, μπισκότα) και λιπαρές τροφές, με συνέπεια την αύξηση του λίπους.

Για να καταφέρει ο οργανισμός να παράγει ικανοποιητικά επίπεδα σεροτονίνης, ενισχύουμε το διαιτολόγιό μας με τροφές πλούσιες σε τρυπτοφάνη και συνδυάζουμε με σύνθετους υδατάνθρακες όπως είναι τα δημητριακά ολικής άλεσης.

Τέλος, επιλέγουμε τροφές πλούσιες σε βιταμίνη C όπως τα εσπεριδοειδή, βιταμίνες του συμπλέγματος Β όπως το κρέας, σίδηρο όπως το συκώτι, μαγνήσιο όπως τα φυλλώδη λαχανικά και χρώμιο όπως τα βραζιλιάνικα καρύδια.

Η διαδικασία αυτή δεν είναι δύσκολη, στην πραγματικότητα μπορεί να επιτευχθεί αρκετά εύκολα, αρκεί να υπάρχει οργάνωση και να ακολουθείται πάντα ο χρυσός κανόνας του συνδυασμού των τριών. Με βάση αυτόν, ένα γεύμα θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής: 1) πηγή πρωτεΐνης, 2) αμυλούχο τρόφιμο, 3) φρέσκο φρούτο ή λαχανικό.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο σκοπός των γιορτών είναι η ξεκούραση, η χαλάρωση και γενικότερα το να βάλουμε ως προτεραιότητα τη φροντίδα του εαυτού μας. Η αντιμετώπιση της συναισθηματικής πείνας πάλι δεν είναι μια προσπάθεια παροδική, αλλά μια διαδικασία που πρέπει να γίνει τρόπος ζωής.

Αν το πρόβλημα επιμένει και δυσκολευόμαστε να το διαχειριστούμε, πρέπει να απευθυνθούμε σε εξειδικευμένο διατροφολόγο και ψυχολόγο.

H Κλεοπάτρα Αρέστη είναι κλινική διαιτολόγος-διατροφολόγος, υπ. διδάκτορας Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών, MSc στην Αθλητική Διατροφή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, master practitioner on eating disorders & obesity