Ο διαβήτης τύπου 2, που είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση της πάθησης, είναι κατά κανόνα συνυφασμένος με την παχυσαρκία και οι βασικές συμβουλές των γιατρών, τόσο για την πρόληψή του όσο και για την αντιμετώπισή του, συνίστανται στη σωστή διατροφή, στο αδυνάτισμα και στην τακτική άσκηση. Παράλληλα, υπάρχουν και πολλές θεραπείες, μεταξύ αυτών και η ινσουλίνη, που –ανάλογα με την κρίση των διαβητολόγων για τις ανάγκες των ασθενών τους– μπορούν να δοθούν στους πάσχοντες.

Τα νούμερα που σχετίζονται με το διαβήτη είναι πολύ ανησυχητικά παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, όπου το ποσοστό των ενήλικων νοσούντων υπολογίζεται στο 11-13%, ενώ περίπου το 8% του ενήλικου πληθυσμού λαμβάνει αντιδιαβητική αγωγή. Όλα τα παραπάνω ωστόσο αφορούν το διαβήτη τύπου 2. Ο άλλος τύπος που συναντάται, αν και πολύ σπανιότερα, είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, που είναι αυτοάνοσο νόσημα και, ως εκ τούτου, δεν σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, ενώ ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο με τη λήψη ινσουλίνης. 

Πώς προκύπτει ο διαβήτης τύπου 2; 

Τις περισσότερες φορές, υπάρχει διαταραγμένη έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας –αντίθετα, στο διαβήτη τύπου 1 το πάγκρεας δεν εκκρίνει καθόλου ινσουλίνη–, αλλά κυρίως αντίσταση στη δράση της, συνήθως λόγω αυξημένου σωματικού βάρους και καθιστικής ζωής. Οπότε, ο οργανισμός δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά όση ινσουλίνη διαθέτει, με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι επαρκής για να καλύψει τις ανάγκες του και να εκδηλώνεται τελικά διαβήτης. 

Ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην εμφάνισή του; 

Οι τέσσερις βασικοί προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η κληρονομικότητα, η ηλικία, η καθιστική ζωή και η παχυσαρκία. Καθώς η δυνατότητα του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη –και να καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού– φθίνει με τα χρόνια, ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται πιο συχνά σε μεγαλύτερες ηλικίες. Από την άλλη, η παχυσαρκία, η οποία διαρκώς αυξάνεται και σε μικρότερες ηλικιακές ομάδες, πιέζει το πάγκρεας να εκκρίνει περισσότερη ινσουλίνη. Όταν αυτό δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις, έχουμε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2 ακόμα και σε νέους ανθρώπους ή παιδιά. Άλλες ενδείξεις για πιθανή εμφάνιση διαβήτη στο μέλλον είναι ο διαβήτης κύησης και η αυξημένη τιμή σακχάρου στις εξετάσεις αίματος. Όταν είναι πάνω από 100 mg/dl, μπορεί να μη βρίσκεται ακόμη σε επίπεδα διαβήτη, αλλά υποδηλώνει μια ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και παραγωγής ινσουλίνης. 

Πώς θα καταλάβουμε ότι έχουμε διαβήτη; 

Με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι όταν το σάκχαρο νηστείας (μετρημένο σε εργαστήριο) είναι πάνω από 126 mg/dl – καλό είναι να επιβεβαιώσουμε την τιμή και μια διαφορετική ημέρα. Αν οι τιμές του πρωινού σακχάρου είναι ανάμεσα στα 100 και τα 126 mg/dl, χαρακτηρίζονται ως «διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας» (μια μορφή προδιαβήτη). Ο άλλος τρόπος να διαγνωστεί ο διαβήτης είναι η δοκιμασία ανοχής γλυκόζης (γνωστή και ως «καμπύλη σακχάρου»). Αν η τιμή σε αυτή την εξέταση είναι πάνω από 200 mg/dl στις δύο ώρες μετά τη λήψη 75 γρ. γλυκόζης διαλυμένης σε νερό, τότε μιλάμε για ύπαρξη διαβήτη. Αν οι τιμές είναι ενδιάμεσες (140-200), τις περιγράφουμε ως «διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη», που είναι μια άλλη έκφραση για τον προδιαβήτη. 

διαβήτης

Τι πρέπει να κάνουμε αν έχουμε θετική διάγνωση; 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να απευθυνθούμε σε ένα γιατρό που είναι εξειδικευμένος στο διαβήτη. Ο διαβητολόγος θα λάβει υπόψη του τα επίπεδα του σακχάρου μας, το αν έχουμε άλλες παραμέτρους κινδύνου και τις τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μας –που παρέχουν μια σφαιρική εκτίμηση της γλυκαιμίας κατά το τρίμηνο που προηγήθηκε– και θα μας δώσει κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση και τη διατροφή μας και, πιθανώς, φαρμακευτική αγωγή τόσο για το σάκχαρο όσο και για την αντιμετώπιση των υπόλοιπων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου. Αυτό που θα πρέπει να κάνουμε σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρα να εντάξουμε τη συστηματική άσκηση στη ζωή μας και να φροντίσουμε, εφόσον χρειάζεται, να χάσουμε βάρος αφού τα παραπάνω κιλά είναι συνήθως υπεύθυνα για το διαβήτη τύπου 2.  

Διαβήτης τύπου 1 

Είναι γνωστός και ως «νεανικός διαβήτης» γιατί προκύπτει κατά κανόνα σε παιδιά, είτε στα πρώτα δύο-τρία χρόνια της ζωής τους είτε λίγο αργότερα, στην αρχή της εφηβείας. Δεν είναι όμως σπάνιο να μας απασχολήσει και στην ενήλικη ζωή. Στην περίπτωση που εμφανιστεί μετά την ενηλικίωση, μπορεί να πρόκειται είτε για το συνηθισμένο διαβήτη τύπου 1 είτε, σταδιακά, για τον καθυστερημένης έναρξης αυτοάνοσο διαβήτη ενηλίκων (LADA). Σε αυτό τον τύπο διαβήτη, που θεωρείται αυτοάνοση πάθηση και προκύπτει για άγνωστους γενικά λόγους, ο οργανισμός επιτίθεται ξαφνικά στα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και τα καταστρέφει. Έτσι δικαιολογείται και το γιατί συνήθως, όταν διαγιγνώσκεται ο διαβήτης τύπου 1, το σάκχαρο είναι πολύ υψηλό και οι ενέσεις ινσουλίνης εκτιμώνται ως απαραίτητες από την αρχή της διάγνωσης. Τα κλασικά συμπτώματα αυτού του (πολύ) υψηλού σακχάρου είναι η αυξημένη και συχνή ούρηση, η αυξημένη δίψα και η ανεξήγητη απώλεια βάρους (με αυξημένη όρεξη και λήψη τροφής).  

 Η θεραπεία για το διαβήτη τύπου 1 

Η ινσουλίνη σε αυτόν το διαβήτη μπορεί να λαμβάνεται είτε με πολλαπλές ενέσεις (με ειδικές πένες) είτε με αντλία συνεχούς χορήγησης. Η αντλία είναι ο πιο σύγχρονος τρόπος χορήγησης ινσουλίνης και δίνεται –γι’ αυτό και καλύπτεται από τα ταμεία– μόνο στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1. Στην ουσία, είναι μια συσκευή που έχει πάνω του ο ασθενής όλο το 24ωρο, συνδεδεμένη στο δέρμα του με ένα λεπτό καθετήρα. Την προγραμματίζει ο γιατρός να εγχέει συνεχώς την απαραίτητη ποσότητα ινσουλίνης, ενώ ο ασθενής, πριν από κάθε γεύμα, χορηγεί την επιπλέον που χρειάζεται με το πάτημα ενός κουμπιού. Υπάρχουν όμως και πολύ πιο προηγμένα συστήματα αντλιών –που κυκλοφορούν και στη χώρα μας–, τα οποία διαθέτουν λειτουργίες και αυτοματισμούς που προσεγγίζουν το λεγόμενο «τεχνητό πάγκρεας». Αυτές οι αντλίες κανονίζουν μόνες τους την παροχή ινσουλίνης ανάλογα με τα δεδομένα που λαμβάνουν από συστήματα συνεχούς καταγραφής σακχάρου. Όπως είναι αναμενόμενο, με αυτό τον τρόπο το σάκχαρο ρυθμίζεται πολύ καλύτερα και αποφεύγονται οι ακραίες διακυμάνσεις του.  

Διαβήτης: Ποιες είναι οι απαραίτητες εξετάσεις αν έχουμε; 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να κάνουμε τακτικές αιματολογικές εξετάσεις για την παρακολούθηση του σακχάρου μας (π.χ., γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη) καθώς και των άλλων παραγόντων κινδύνου (π.χ., χοληστερόλη) ώστε να εκτιμάται η πορεία της ασθένειας και, αν χρειάζεται, να γίνονται διαφορετικές ρυθμίσεις στη φαρμακευτική αγωγή ανάλογα με τις συστάσεις του θεράποντος γιατρού μας. Επιπλέον, θα πρέπει να πραγματοποιούνται και κάποιες εξετάσεις για την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών του διαβήτη. Έτσι, λοιπόν, είναι σκόπιμο να ελέγχουμε κάθε χρόνο προληπτικά τις μικρές αρτηρίες στο βυθό των ματιών (βυθοσκόπηση στον οφθαλμίατρο), την αλβουμίνη των ούρων (προκειμένου να φανεί αν υπάρχει διαρροή της από βλάβη στις μικρές αρτηρίες των νεφρών) και τις μεγάλες αρτηρίες και τα νεύρα των ποδιών. Κατά περίπτωση, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει και άλλες εξετάσεις, όπως εκτίμηση από καρδιολόγο, αγγειολόγο ή νευρολόγο. 

*Ευχαριστούμε τον Σπύρο Γαρζώνη, παθολόγο-διαβητολόγο, για τη συνεργασία