Ο χρόνιος πόνος – που ορίζεται ως ο καθημερινός ή έντονος πόνος που διαρκεί περισσότερο από τρεις μήνες – μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί. Επειδή οι παθήσεις με χρόνιο πόνο προκαλούν μεταξύ άλλων και αβεβαιότητα, οι ασθενείς έρχονται συχνά αντιμέτωποι με άγχος ή κατάθλιψη, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση.
Μία πρόσφατη μελέτη σε 200 ενήλικες με χρόνιο πόνο στον αυχένα ή στην μέση, με επικεφαλής την καθηγήτρια επικοινωνίας Δρ Charee Thompson από το University of Illinois Urbana-Champaign, αποκαλύπτει ότι η αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς κατά την αρχική επίσκεψη φάνηκε να βοηθά τους ασθενείς να διαχειριστούν το αίσθημα αβεβαιότητας, συμπεριλαμβανομένου του φόβου και της ανησυχίας ενώ οι ασθενείς είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να διαχειριστούν την κατάσταση.
«Είδαμε ότι η καλή επικοινωνία γιατρού-ασθενούς μπορεί να ανακουφίσει τα αρνητικά συναισθήματα των ασθενών που σχετίζονται με την αβεβαιότητα, όπως η αγωνία, και να αυξήσουν τα θετικά τους συναισθήματα, εντείνοντας το αίσθημα της ελπίδας και τις πεποιθήσεις για την αυτοαποτελεσματικότητα της διαχείρισης του πόνου», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια.
Ζωτικής σημασίας η καλή επικοινωνία γιατρού και ασθενούς
«Η διαχείριση της αβεβαιότητας μπορεί να γίνει μέσω δύο θεμελιωδών διαδικασιών ιατρικής επικοινωνίας, της πληροφοριακής και της κοινωνικοσυναισθηματικής, καθεμία από τις οποίες μπορεί να έχει σημαντικές επιδράσεις» εξηγεί η Δρ Charee Thompson.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η πληροφοριακή επάρκεια αντικατοπτρίζει τις ικανότητες των ασθενών να περιγράφουν με ακρίβεια τα συμπτώματά τους και να επαληθεύουν ότι κατανοούν τις εξηγήσεις και τις οδηγίες του γιατρού, τις κατάλληλες ερωτήσεις των γιατρών, την παροχή σαφών εξηγήσεων και την επιβεβαίωση της κατανόησης των ασθενών.
Ο βαθμός στον οποίο οι γιατροί και οι ασθενείς διαμορφώνουν μια σχέση εμπιστοσύνης μέσω ανοιχτής, ειλικρινούς επικοινωνίας και το αίσθημα των ασθενών ότι υποστηρίζονται συναισθηματικά από τον γιατρό αντανακλά την κοινωνικοσυναισθηματική επικοινωνιακή επάρκεια.
Η έρευνα
Η μελέτη διεξήχθη σε ένα ινστιτούτο που αποτελείται από διάφορες κλινικές και προγράμματα για ασθένειες και τραυματισμούς του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και του νευρικού συστήματος.
Οι ηλικίες των ατόμων που συμμετείχαν στο δείγμα της μελέτης κυμαίνονταν από 18 έως 75 ετών και είχαν πόνους που περιλάμβαναν αλλά δεν περιορίζονταν στον αυχένα, την μέση, τους γλουτούς και τα κάτω άκρα. Περίπου το 59% των ασθενών ήταν γυναίκες.
Πριν από το ραντεβού, οι ασθενείς συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που αξιολογούσαν τον τρόπο με τον οποίο βίωναν και διαχειρίζονταν τον πόνο τους και τη βεβαιότητα ή την αβεβαιότητά τους σχετικά με την διαχείρισή του. Τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί συμπλήρωσαν επίσης ερωτηματολόγια μετά το ραντεβού, αξιολογώντας τους εαυτούς τους και ο ένας τον άλλον ως προς τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες.
Λιγότερη αβεβαιότητα, λιγότερος χρόνιος πόνος;
Τα συναισθήματα δυσφορίας των ασθενών μειώθηκαν όταν οι ίδιοι και ο γιατρός τους συμφωνούσαν αμοιβαία ότι το άλλο άτομο ήταν αποτελεσματικό στην αναζήτηση και παροχή ιατρικών πληροφοριών και όταν οι ασθενείς ένιωθαν συναισθηματική υποστήριξη από τους γιατρούς τους, διαπίστωσε η ομάδα των ερευνητών.
«Οι αξιολογήσεις των ασθενών για την επικοινωνιακή επάρκεια του γιατρού τους προέβλεπαν σε μεγάλο βαθμό τις μειώσεις στην αβεβαιότητα που σχετίζεται με τον πόνο και στις εκτιμήσεις τους για τον φόβο και το άγχος, καθώς και αυξήσεις σ αυτοαποτελεσματικότητα για την διαχείριση του πόνου», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης.
Καταλήγοντας οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ενώ τα ευρήματα αναδεικνύουν τις επιδράσεις που έχουν οι επικοινωνιακές δεξιότητες των γιατρών στα συναισθήματα, τις προσδοκίες και τις στάσεις των ασθενών που αντιμετωπίζουν χρόνιο πόνο σχετικά με την κατάστασή τους, οι επικοινωνιακές δεξιότητες των ασθενών φαίνεται να έχουν επίσης σημασία.