Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή, μακροχρόνια πάθηση που απαιτεί ιατρική φροντίδα. Εμφανίζεται όταν ο καρδιακός μυς γίνεται αδύναμος και δεν μπορεί να κυκλοφορήσει το αίμα όπως θα έπρεπε. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι, παγκοσμίως, 64 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν καρδιακή ανεπάρκεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 6,7 εκατομμύρια ενήλικες ηλικίας άνω των 20 ετών ζουν με την πάθηση και οι ειδικοί αναμένουν ότι περίπου 8,7 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ θα έχουν καρδιακή ανεπάρκεια μέχρι το 2030. Παράλληλα, τα δεδομένα δείχνουν πως οι περιπτώσεις αυξάνονται περισσότερο μεταξύ των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες.

Η συχνότητα εμφάνισης αυτής της πάθησης φαίνεται να αυξάνεται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της γενετικής προδιάθεσης και παραγόντων του τρόπου ζωής. Στους κινδύνους περιλαμβάνονται: η ισχαιμική καρδιοπάθεια, η παχυσαρκία, η υπέρταση (υψηλή αρτηριακή πίεση), ο διαβήτης και το κάπνισμα.

Καρδιακή ανεπάρκεια και διατροφή- Νέα έρευνα

Σε πρόσφατη έρευνα, μια ομάδα Ευρωπαίων επιστημόνων, εστιάζοντας στην πρόληψη της πάθησης, εξέτασε 682 μελέτες που συνέδεαν τη μεσογειακή διατροφή με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. Οι ίδιοι παρατήρησαν ότι η τήρηση του πλάνου της μεσογειακής διατροφής συσχετίστηκε με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, μια επίδραση που ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις γυναίκες.

Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές αξιολόγησαν δεδομένα για ενήλικες ηλικίας 18 ετών και άνω χωρίς ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας κατά την έναρξη. Η επιστημονική ομάδα τελικά εστίασε σε έξι προοπτικές μελέτες που περιελάμβαναν 216.385 άτομα που ζούσαν στην Ευρώπη. Οι γυναίκες αποτελούσαν το 54,7% του πληθυσμού που μελετήθηκε.

Μετά από κατά μέσο όρο 11 χρόνια παρακολούθησης, 6.978 άτομα εμφάνισαν καρδιακή ανεπάρκεια. Αυτό ανήλθε στο 3% του αρχικού πληθυσμού και στις έξι μελέτες που αναλύθηκαν. Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι μια αύξηση της τάξεως του ενός στη βαθμολογία τήρησης της μεσογειακής διατροφής συσχετίστηκε με «σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας».

Κατά την ανάλυση της συσχέτισης μεταξύ της τήρησης της μεσογειακής διατροφής και της συχνότητας εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας σε άνδρες και γυναίκες, οι επιστήμονες δήλωσαν ότι «παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση στις γυναίκες». Ωστόσο, η συσχέτιση δεν ήταν «στατιστικά σημαντική» στους άνδρες.

Μεσογειακή διατροφή και γυναικεία καρδιά

Όπου οι άνθρωποι ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή, τείνουν να ενσωματώνουν υψηλές ποσότητες φρέσκων τροφίμων, ιδιαίτερα λαχανικών και φρούτων, καθώς και ψαριών στην διατροφή τους.

Είναι ευρέως γνωστό εδώ και πολλά χρόνια ότι η πιο υγιεινή διατροφή για την καρδιά είναι η μεσογειακού τύπου , ιδιαίτερα λόγω της μεγαλύτερης πρόσληψης «καλών» λιπαρών. Τα εν λόγω «υγιεινά λίπη» βρίσκονται ως επί τω πλείστον στο ελαιόλαδο, τα ψάρια και τους ξηρούς καρπούς.

Οι συγγραφείς της ανασκόπησης έδωσαν πιθανές εξηγήσεις για την προστατευτική επίδραση της μεσογειακής διατροφής έναντι της καρδιακής ανεπάρκειας:

«Η μεσογειακή διατροφή περιλαμβάνει τροφές με συστατικά που μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες και τη δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, υποκείμενες επιπλοκές που οδηγούν σε αθηροσκλήρωση, καρδιαγγειακές παθήσεις και καρδιακή ανεπάρκεια», εξήγησαν.

«Η μεσογειακή διατροφή μπορεί επίσης να έχει ισχυρότερο αντίκτυπο στις γυναίκες επειδή καλύπτει τις συγκεκριμένες διατροφικές τους ανάγκες, βοηθώντας ενδεχομένως στη διαχείριση της αντίστασης στην ινσουλίνη και της φλεγμονής, που μπορεί με τη σειρά του να βοηθήσει στην επιβράδυνση της εξέλιξης της καρδιακής ανεπάρκειας», κατέληξαν οι ίδιοι.

Οι περιορισμοί της έρευνας

Η εν λόγω μετα-ανάλυση εξέτασε μόνο έξι μελέτες παρατήρησης ενώ δεν δείχνει αιτιότητα, μόνο μια συσχέτιση. Επιπλέον, οι έξι μελέτες διεξήχθησαν όλες σε ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό καθιστά δύσκολη τη γενίκευση των αποτελεσμάτων σε όλους τους πληθυσμούς.

Ακόμη ένας περιορισμός αφορά στο γεγονός ότι η μεσογειακή διατροφή σε άλλες ευρωπαϊκές περιοχές μπορεί να είναι διαφορετική από ό,τι σε περιοχές της Μεσογείου, καθώς ο τρόπος ζωής, το κλίμα και η παραγωγή τροφίμων πιθανόν να διαφέρουν.

Τέλος, αρκετές μελέτες δεν έλαβαν υπόψη αλλαγές στην τήρηση της μεσογειακής διατροφής κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο περιοδικό European Journal of Clinical Nutrition.