Γνωρίζαμε ότι η διατροφή μπορεί, ενδεχομένως, να συνδέεται με την άνοια και να επηρεάζει την εξέλιξή της με διάφορους μηχανισμούς. Τώρα, ερευνητές της Γερμανικής Εταιρείας Νευρολογίας (DGN) και του Γερμανικού Ιδρύματος Εγκεφάλου παρατήρησαν ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης μπορεί να βλάψει σοβαρά τον εγκέφαλο και τη γνωστική του λειτουργία.
Αυτή η σύνδεση μπορεί να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης προκαλεί φλεγμονή, η οποία συνδέεται με διάφορες χρόνιες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένου του Αλτσχάιμερ.
Τα τρέχοντα στοιχεία της μελέτης Global Burden of Diseases, που δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση The Lancet, δείχνουν ότι το εγκεφαλικό επεισόδιο και η άνοια συγκαταλέγονται στις 10 κύριες αιτίες θανάτου. Ο υγιεινός τρόπος ζωής, η ισορροπημένη διατροφή, η επαρκής άσκηση και ύπνος, η αποφυγή επιβλαβών ουσιών όπως το αλκοόλ, η νικοτίνη ή η υπερβολική ζάχαρη.
«Η δόση κάνει το δηλητήριο», επισημαίνει η ερευνητική ομάδα.
«Ο εγκέφαλος χρειάζεται γλυκόζη για να λειτουργήσει. Ωστόσο, η μόνιμη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα λόγω των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων, υπερφορτώνει το σύστημα και τροφοδοτεί την ανάπτυξη νευρολογικών ασθενειών και ιδιαίτερα της άνοιας και του εγκεφαλικού», εξηγούν οι συγγραφείς της μελέτης.
Άνοια, ζάχαρη και διαβήτης
Οι ειδικοί έχουν βρει μια σχέση μεταξύ της ζάχαρης και της ανάπτυξης της νόσου Αλτσχάιμερ, με την συσχέτιση να ισχύει και για τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα που σχετίζονται με τον διαβήτη.
Η ποσότητα ζάχαρης που τρώει κανείς μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο ή να επιταχύνει την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί έμμεσα να προκαλέσει εγκεφαλική βλάβη. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ο μεταβολισμός της γλυκόζης διαταράσσεται και στους νευρώνες, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη Αλτσχάιμερ. Η ινσουλίνη παίζει, επίσης, ρόλο στο σχηματισμό των πλακών της νόσου.
Προηγούμενη μελέτη του Ινστιτούτου Max Planck έδειξε ότι η τακτική κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά μπορεί να αλλάξει τον εγκέφαλο. Αυτό οδηγεί σε αυξημένη επιθυμία για τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά, η οποία με τη σειρά της προάγει την ανάπτυξη παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2.