Η Λουκία Πιστιόλα μίλησε στο «Πάμε Δανάη» για τις αλλαγές που έφερε στη ζωή της το Πάρκινσον, την τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο, την πολιτική πράξη της μητρότητας και πολλά άλλα.
Η ηθοποιός πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Blue Train» στο θέατρο Άλμα:
«Στην παράσταση «Blue Train» παίζω μία κλασική μαμά που δεν έχει δεχτεί την ομοφυλοφιλία του γιου της. Η μη αποδοχή από τη μήτρα που σε γέννησε είναι τραύμα που δεν μπορείς ποτέ να συνέλθεις. Κάνεις τα παιδιά σου για να τα αποδώσεις στο κράτος, είναι πολίτικη πράξη. Η δουλειά της μάνας είναι η πιο σημαντική στον κόσμο, έπρεπε να υπάρχει επίδομα. Είχα λατρεία με το θέατρο και με το που έκανα τα παιδιά μου ξέχασα τα πάντα. Στην παράσταση «Blue Train» κάνω τον εαυτό μου, παίζω μία μάνα».
«Θα ήμουν κακούργα μάνα αν δεν ήμουν περήφανη για τον γιο μου που πλέον είναι και συνάδελφός μου. Τα παιδιά δεν μας ανήκουν, είναι δανεικά. Για μένα δεν υπάρχει άντρας, γυναίκα, gay αλλά άνθρωποι. Πρέπει να αποδώσουμε τα παιδιά μας σε μία κοινωνία και να λειτουργήσουν θετικά. Με τον εγγονό μου ένιωσα όπως με όλα τα παιδιά του κόσμου, δεν έπαθα παράκρουση», συνέχισε.
Το πρόβλημα υγείας
«Έχω αρχίσει να έχω δυσαρθρία. Έπαθα Πάρκινσον και από αεικίνητη έγινα μία ανάπηρη γυναίκα. Το σοκ ήταν μεγάλο. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να πέφτουν οι δυνάμεις σου και να θέλεις να πεθάνεις στο σανίδι. Πρέπει να σέβεσαι το κοινό και τους συνάδελφους σου. Με το Πάρκινσον δεν έχω ισορροπία, δεν μπορώ να χορέψω και να γράψω. Δεν είμαι στο 100% και αυτό θέλει το θέατρο».
Για το θέατρο και για τον τρόπο ζωής που έχει επιλέξει, η Λουκία Πιστιόλα τόνισε πως, «Το «Blue Train» θα είναι η τελευταία μου παράσταση και αυτό γιατί παίζω μόνο 20 λεπτά. Τα παιδιά στο θέατρο με βοηθάνε για τον ρόλο μου. Το θέατρο είναι οικογένεια. Ανακάλυψα πέρυσι την Αίγινα. Είναι μία ήρεμη ζωή που βλέπεις τα ηλιοβασιλέματα. Κολυμπάω γιατί το επιβάλλει το Πάρκινσον. Η Αίγινα είναι μία επιλογή αναμενόμενη. Δεν θέλω να κάνω άλλο θέατρο και τηλεόραση».
Τι ακριβώς είναι η νόσος του Πάρκινσον
H νόσος του Πάρκινσον είναι μία ασθένεια που εκδηλώνεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών, αν και ένα ποσοστό 5-10% των ασθενών είναι κάτω των 40 ετών.
Η νόσος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καταστροφή των νευρικών κυττάρων μιας περιοχής του εγκεφάλου που ονομάζεται substantia nigra, η οποία είναι σημαντική για τον συντονισμό και τον έλεγχο των κινήσεων.
Τη δεκαετία του ’60 διαπιστώθηκε πως η νόσος σχετίζεται με απώλεια του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη.
Η ντοπαμίνη βοηθά την δημιουργία και τον έλεγχο της κίνησης του σώματός μας. Λόγω αυτής της έλλειψης της ντοπαμίνης, τα μηνύματα του εγκεφάλου δεν μεταδίδονται ομαλά στους μυς, με αποτέλεσμα προβλήματα ελέγχου της κίνησης.
Η έλλειψη της ντοπαμίνης είναι η αιτία συμπτωμάτων όπως τρόμος (τρεμούλα), δυσκαμψία, βραδυκινησία, ακαμψία, ελλιπής ισορροπία και αστάθεια και κακός συντονισμός των μελών του σώματος. Μια παρόμοια εκφυλιστική διαδικασία απαντάται στη φύση με τη γήρανση, αλλά στη νόσο του Πάρκινσον αυτή η διαδικασία επιταχύνεται.
Τα συμπτώματα
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου είναι η μυϊκή δυσκαμψία και η βραδύτητα των κινήσεων.
Ωστόσο, το Πάρκινσον συνδέεται επίσης και με συμπτώματα που δεν έχουν άμεση σχέση με την κίνηση, τα οποία περιλαμβάνουν απώλεια της γεύσης και της αίσθησης της όσφρησης, διαταραχές ύπνου, γαστρεντερικά προβλήματα, δυσκοιλιότητα, δυσκολία κατάποσης.
Στο ιστορικό της νόσου επίσης περιλαμβάνονται διαταραχές όπως άγχος, πόνος, κόπωση, κατάθλιψη, σεξουαλική δυσλειτουργία, παραισθήσεις και ψύχωση, γνωστική δυσλειτουργία και άνοια. Αυτά τα συμπτώματα συχνά έχουν ως αποτέλεσμα την ανάγκη για επιπλέον φροντίδα και για νοσηλεία.
Ενώ τα κινητικά συμπτώματα έχουν εδώ και καιρό θεωρηθεί ως τα θεμελιώδη συμπτώματα της νόσου, τα μη κινητικά συμπτώματα αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως καίρια για την ευημερία των ασθενών και, παρόλο που δεν είναι ακόμα τόσο εκτεταμένα αναγνωρισμένα, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα της ζωής των ανθρώπων και αποτελούν σημαντική αιτία νοσηλείας.
Η βαρύτητα της νόσου του Πάρκινσον διαφέρει από άτομο σε άτομο (καθώς κάθε περίπτωση είναι μοναδική) και υπολογίζεται συνήθως με ειδικές κλίμακες που την διαχωρίζουν σε στάδιο από το 0 μέχρι το 5, όπου το στάδιο 0 περιλαμβάνει αυτούς που δεν έχουν συμπτώματα και το στάδιο 5 είναι η πιο σοβαρή μορφή. Αξίζει να πούμε ότι τα συμπτώματα μπορούν να ποικίλλουν από την μία ημέρα στην άλλη κι ότι σχεδόν πάντα περιλαμβάνουν επιπτώσεις τόσο σωματικές, όσο και γνωστικές και ψυχολογικές.