Η ατμοσφαιρική ρύπανση θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο υπογονιμότητας για τους άνδρες κατά 25%, προειδοποιεί νέα μελέτη. Επιπλέον, η ανάλυση των Δανών ερευνητών αποκάλυψε ότι οι γυναίκες που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα θορύβου από την κίνηση στις πόλεις συνδέεται με την υπογονιμότητα, αυξάνοντας δυνητικά τον κίνδυνο κατά 14%.

Εάν τα εν λόγω ευρήματα επιβεβαιωθούν θα μπορούσαν να έχουν «βαθιές επιπτώσεις στις μελλοντικές γενιές», δήλωσαν χαρακτηριστικά οι επιστήμονες.

Η έρευνα για την υπογονιμότητα

Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 500.000 Δανοί άνδρες και σχεδόν 400.000 γυναίκες ηλικίας μεταξύ 30 και 45 ετών που είχαν ένα ή κανένα παιδί. Οι ειδικοί ανέλυσαν την αναπαραγωγική υγεία των συμμετεχόντων και αναζήτησαν μακροχρόνια δεδομένα για την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ηχορύπανση στις περιοχές που έμεναν.

Για την ατμοσφαιρική ρύπανση εξέτασαν συγκεκριμένα σωματίδια που δημιουργούνται από την οδική κυκλοφορία και την καύση ορυκτών καυσίμων σε αστικά περιβάλλοντα. Οι Δανοί άνδρες που εκτίθενται σε ετήσιο μέσο όρο 2,9 μικρογραμμαρίων λεπτών σωματιδίων ρύπανσης ανά κυβικό μέτρο, είχαν 24% αυξημένο κίνδυνο υπογονιμότητας.

Ενώ οι Δανοί ερευνητές δεν παρατήρησαν παρόμοια επίδραση της έκθεσης σε αυτά τα σωματίδια στη γονιμότητα των γυναικών, παρατήρησαν παρόμοια επίδραση από την ηχορύπανση.

Η ηχορύπανση αναφέρεται σε υπερβολικά επίπεδα ήχου που προκαλούνται και από την οδική κυκλοφορία και έχει συνδεθεί με μειωμένο ύπνο και αυξημένο άγχος. Κατ’ επέκταση, έχει συνδεθεί και με επιπτώσεις στην καρδιαγγειακή και την ψυχική υγεία.

Η έκθεση σε επίπεδα οδικής κυκλοφορίας κατά 10,2 ντεσιμπέλ υψηλότερα από το μέσο όρο συνδέθηκε με 14% αυξημένο κίνδυνο υπογονιμότητας στις γυναίκες άνω των 35 ετών.

Το μέσο επίπεδο ηχορύπανσης κατά τη διάρκεια της μελέτης που εκτέθηκαν οι γυναίκες ήταν μεταξύ 57,7 και 59,1 ντεσιμπέλ.

Ο θόρυβος δεν συσχετίστηκε με αύξηση της υπογονιμότητας στις νεότερες γυναίκες, αλλά συνδέθηκε με μια «μικρή» αύξηση της υπογονιμότητας στους άνδρες ηλικίας από 37 έως 45 ετών.

Οι περιορισμοί

Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό BMJ, είναι παρατηρητική που σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποδείξει άμεσα ότι η ρύπανση προκαλεί υπογονιμότητα. Επιπλέον, περιορίστηκε μόνο στην ανάλυση δεδομένων ρύπανσης που καταγράφηκαν στις περιοχές των συμμετεχόντων και όχι στις τυχόν αναθυμιάσεις που μπορεί να είχαν εκτεθεί τα άτομα στην εργασία τους ή κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων όπως η άσκηση.

Τέλος, απουσίαζαν δεδομένα για γνωστούς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη γονιμότητα, όπως ο τρόπος ζωής (κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα, δείκτης μάζας σώματος κλπ).

Εάν ωστόσο τα ευρήματα επαληθευθούν από άλλους επιστήμονες, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη δημιουργία στρατηγικών και πολιτικών για την προστασία των ανθρώπων από τον θόρυβο και την ατμοσφαιρική ρύπανση, υπογράμμισαν οι ερευνητές.

«Ένα κομμάτι έρευνας που αξίζει προσοχής»

«Πρέπει να δοθεί βάση στην επίτευξη των νόμιμων ορίων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις αρχές. Πρόκειται για ένα σημαντικό κομμάτι έρευνας που αξίζει προσοχής καθώς μια πτώση της ανδρικής γονιμότητας κατά 24% και της γυναικείας γονιμότητας κατά 14% θα είχε πολύ βαθιές επιπτώσεις στις μελλοντικές γενιές», δήλωσε η καθηγήτρια Τζιλ Μπελτς από το πανεπιστήμιο του Dundee.

Η καθηγήτρια Άλισον Κάμπελ, ειδικός στη γονιμότητα στο πανεπιστήμιο του Kent πρόσθεσε: «Τα ευρήματα της μελέτης έρχονται εν μέσω μείωσης των ποσοστών γεννήσεων σε πολλές χώρες την τελευταία δεκαετία. Ενώ μερικοί άνθρωποι επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά για πολλούς λόγους, η υπογονιμότητα είναι ένα πρόβλημα υγείας που συμβάλλει στα μειωμένα ποσοστά».

Ωστόσο, η ίδια προέτρεψε τους ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν παιδιά να μην παρασυρθούν από τα ευρήματα:

«Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ανησυχούν και συνιστάται να λαμβάνουν προληπτικά, αποδεδειγμένα βήματα όπως η αποφυγή του καπνίσματος, ο περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ και η διατήρηση ενός υγιούς βάρους καθώς και η καθοδήγηση από τον γιατρό τους για περαιτέρω βοήθεια εάν θέλουν να αποκτήσουν παιδί», είπε.