Συνήθως ξεχνώ πώς ξεκινούν οι συζητήσεις στις παρέες, αλλά πάντα θυμάμαι πώς ολοκληρώνονται. Άνθρωποι που, είτε βρίσκονται σε σχέση είτε όχι, υπεραναλύουν την απουσία σχέσεων, την εξαιρετική δυσκολία να συναφθούν, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους όταν υπάρχουν και πώς οι περισσότερες, αργά ή γρήγορα, φθίνουν και καταλήγουν σε φιάσκο. Βέβαια, υπάρχουν και οι επιτυχημένες σχέσεις –οι ουσιαστικά επιτυχημένες και όχι οι διαφημιζόμενες– και όσοι τις ζουν δεν αισθάνονται την ανάγκη να βροντοφωνάξουν σε όλο τον κόσμο την ευτυχία τους καθώς τους αρκεί να κοιτάξουν όλο νόημα τον άνθρωπό τους στα μάτια.
Οι σχέσεις αυτές συνήθως χτίζονται αθόρυβα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, στιγμή με τη στιγμή, με προσεκτικές κινήσεις, πολύ κόπο και έμφαση στη λεπτομέρεια. Εκείνοι που τις έχουν καταφέρει μένουν συνήθως σιωπηλοί, με ένα υφέρπον μειδίαμα, όταν συμμετέχουν σε αυτές τις ατέρμονες και χωρίς συμπεράσματα συζητήσεις.
Ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε ή δεν σχετιζόμαστε έχει τις ρίζες του στην παιδική ή και στη βρεφική μας ακόμα ηλικία. Σύμφωνα με τους ψυχολόγους, τα παιδικά ψυχικά τραύματα είναι εκείνα που οδηγούν τους περισσότερους από μας σε επαναλαμβανόμενα –λανθασμένα τις περισσότερες φορές– μοτίβα σχέσεων, που είτε δεν ξεκινούν ποτέ είτε μετατρέπονται σε σύμφωνα συμβιβασμών ή οδηγούνται σε αποτυχία.
Ξεκινώ από το πιο κομβικό σημείο: τη σχέση που έχει ο καθένας με τον εαυτό του προτού σχετιστεί με κάποιον άλλο. Η ορατή ανυπομονησία αρκετών ανθρώπων να σχετιστούν εδώ και τώρα δεν είναι τίποτα άλλο από την επιτακτική τους ανάγκη να βρουν υποκατάστατο ώστε να ξεχάσουν –προσωρινά– την αγωνία τους να σχετιστούν με το μέσα τους. Να τα βρουν με τον εαυτό τους. Έτσι, συχνά την πληρώνουν εκείνοι που υποκύπτουν στη σαγήνη τους, αλλά συνήθως αγνοούν το παιχνίδι που τους επιφυλάσσει η μοίρα για αργότερα. Όταν, μέσα στη σχέση πλέον, ανακαλύπτουν καθημερινά πόση δουλειά έχουν να κάνουν για να βοηθήσουν τον άνθρωπο με τον οποίο έχουν ήδη δεθεί να «ξεπεράσει τα θέματά του», όπως συνηθίζεται να αναφέρεται στις σχετικές συζητήσεις. Έτσι, συχνά φτάνουμε να βλέπουμε δίπλα μας ανειδίκευτους «θεραπευτές» και όχι συντρόφους ζωής. Ο «θεραπευόμενος» αργεί να δει αποτέλεσμα γιατί απλούστατα βρίσκεται στο ίδιο κρεβάτι με τον/τη σύντροφό του και όχι στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή του. Ο «θεραπευτής» έχει μπει σε αυτόν το ρόλο χωρίς να το καταλάβει τις περισσότερες φορές και καλείται να κάνει μια δουλειά που δεν γνωρίζει.
Η παγίδα αυτή αφορά και τους δύο. Τους εγκλωβίζει σε μοτίβα που σίγουρα δεν συνιστούν μια υγιή σχέση. Σταδιακά διαπιστώνουν ότι, για να υπηρετήσουν και να υπηρετηθούν από κάποιον άλλο στη σχέση, αρχίζουν να χάνουν τον εαυτό τους – αυτόν που λέγαμε ότι έπρεπε να είχαν βρει προτού αναζητήσουν σύντροφο.
Ευτυχώς, αρκετοί θέτουν το ερώτημα «είμαι έτοιμος/έτοιμη να μπω σε μια σχέση;». Όταν απαντάς με ειλικρίνεια σε αυτό, σπάνια κάνεις λάθος. Οριοθετείς για σένα προτού σου βάλει όρια κάποιος άλλος/άλλη. Ακυρώνεις, ματαιώνεις, εξαφανίζεσαι – στην αρχή, προτού βιώσεις τέτοιες συμπεριφορές στην πορεία και πληγωθείς.
Η εξίσωση των σχέσεων είναι δυσεπίλυτη και σίγουρα θα ήμουν αφελής αν πίστευα ότι θα μπορούσα να τη λύσω στο παρόν κείμενο. Αφήστε που ποτέ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά…