Το παρόν λεξικό των απαιτητικών λέξεων είναι ένα «ιδιόμορφο» λεξικό (σε σχέση με τους συνήθεις τύπους λεξικών), στο οποίο το κύριο βάρος δίδεται στη χρήση και στον ποιοτικό λόγο. Στην πραγματικότητα, είναι ένα εξειδικευμένο χρηστικό λεξικό εμπλουτισμού τής γλωσσικής συγκρότησης των ομιλητών τής ελληνικής γλώσσας, όπως αναφέρουμε και στον τίτλο τού παρόντος λεξικού. Παρέχει τα εφόδια ενός πλούσιου λεξιλογικού οπλισμού που, εφόσον επιλεχθεί και εφαρμοστεί σωστά, εξασφαλίζει ό,τι με απλά λόγια αποκαλούμε «προσεγμένο ποιοτικό λόγο».
Εκ των πραγμάτων, βεβαίως, τα επιλεχθέντα λήμματα δεν διεκδικούν ομοιογένεια. Είναι σαν τα άνθη τού αγρού που διαλέγει κάποιος για ένα ωραίο μπουκέτο, το οποίο αρέσει για την ποικιλία, τα χρώματα, την ευωδιά, τον συνδυασμό των λουλουδιών και τη συνολική εντύπωση που προσφέρει, όχι για την απόλυτη ομοιογένεια ή τη συστηματική σχέση των συστατικών του. Τέτοιος «λεξιλογικός ανθώνας» (ή «λεξιλογικός λειμώνας») είναι, λοιπόν, από τη φύση του ένα Λεξικό απαιτητικών λέξεων, ένας δυνάμει λεξιλογικός θησαυρός, σκόπιμης ποικιλίας των στοιχείων του, ώστε να εξυπηρετούν πολλαπλά επίπεδα υφολογικής χρήσεως και εκφραστικών αναγκών, όπως άλλωστε είναι γενικότερα κάθε «θησαυρός λέξεων».
Υπάρχουν λέξεις στο λεξιλόγιό μας που έχουν μιαν άλλη βαρύτητα, ένα άλλο άκουσμα, μια ξεχωριστή αίγλη, ένα άλλο κύρος. Είναι λέξεις που δεν τις χρησιμοποιούμε όλοι εξίσου συχνά και που δεν προσφέρονται για κάθε περίπτωση. Όταν τις εμφανίζουμε στον λόγο μας, άλλοτε είναι σαν «να φοράμε τα καλά μας» κι άλλοτε σαν να επιλέγουμε «ένδυμα για την περίπτωση». Είναι λέξεις απαιτητικές που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Ορίζοντας αδρομερώς την υφή τους, θα λέγαμε ότι είναι λέξεις λόγιας ή λογιότερης προέλευσης, περιορισμένης σχετικά συχνότητας, που η χρήση τους –ιδίως η σημασία τους– δυσκολεύει αρκετούς ομιλητές, λέξεις που απαιτούν στέρεη και βαθύτερη γνώση τής γλώσσας, καθώς και ηυξημένη προσοχή. Οπωσδήποτε δεν πρόκειται για ειδικούς επιστημονικούς όρους ή λέξεις εγκυκλοπαιδικού (γνωστικού) ενδιαφέροντος, οι οποίες δεν εντάσσονται στο είδος τού παρόντος λεξικού, για τον ίδιο λόγο που δεν ανήκουν εδώ και απλές λαϊκές λέξεις, που λόγω τής ευκολίας και τής μεγάλης συχνότητας χρήσης τους δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια των απαιτητικών λέξεων.
Στην πραγματικότητα, όλοι οι ομιλητές, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, χρησιμοποιούμε τέτοιες απαιτητικές λέξεις στην επικοινωνία μας, όταν θέλουμε να ανεβάσουμε το επίπεδο τού λόγου μας, όπως και όταν θέλουμε να εμπλουτίσουμε την έκφραση τής σκέψης μας: να τη χρωματίσουμε, να την εκλεπτύνουμε, να τη διαφοροποιήσουμε, να την «ανεβάσουμε», να την ποικίλουμε, να τής δώσουμε ένα άλλο κατά περίπτωση βάθος. Γενικά, χρησιμοποιούμε το λεξιλόγιο αυτό σε ό,τι ονομάζουμε απαιτητικό λόγο. Η χρήση των λέξεων αυτών είναι, συχνά, ζήτημα ύφους, αφού ο ίδιος ομιλητής σε άλλες μορφές επικοινωνίας του, πιο απλής, πιο καθημερινής, λιγότερο επεξεργασμένης, χρησιμοποιεί άλλο λεξιλόγιο. Στις απαιτητικές λέξεις προσφεύγει, όταν σκόπιμα επιλέγει διαφορετικό ύφος τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
Βεβαίως, και αυτού τού απαιτητικού λεξιλογίου υπάρχουν επιμέρους μορφές και επίπεδα. Δεν είναι λ.χ. όλες οι συμπεριλαμβανόμενες στο παρόν λεξικό ως «απαιτητικές λέξεις» το ίδιο άγνωστες, σπάνιες ή δύσκολες στη χρήση τους.
Έτσι, αρχαιοπρεπείς λέξεις όπως οι γεραρός, θύραθεν, μεγαλορρήμων, μειράκιο ή η φράση γεγωνυία τη φωνή δεν είναι επικοινωνιακά εξίσου απαιτητικές με τις λόγιες λέξεις θιασώτης, θνησιγενής, θυμηδία ή με μια σειρά άλλων «λογιότερων» λέξεων, όπως γλίσχρος, θύσανος, θορυβούμαι ή μετακενώνω. Όχι μόνον η σημασία αλλά και η γραμματική σύσταση και κλίση, συχνά και η σύνταξη τέτοιων λέξεων εμφανίζουν δυσχέρειες και ιδιομορφίες στη χρήση με αποτέλεσμα οι λέξεις αυτές να μην απαντούν συχνά στον λόγο πολλών ομιλητών και να αποκτούν, ως εκ τούτου, ιδιαίτερο βάρος στην επικοινωνία όταν χρησιμοποιούνται· π.χ. εξοκέλλω: εξόκειλε, παρεισφρέω: παρεισέφρησε, εφιστώ: να επιστήσω, εξανίσταμαι: εξανέστη, επιδέχεται βελτίωση (όχι *βελτίωσης κ.ά.). Μερικές λέξεις είναι γνωστές μόνο από στερεότυπα συμφραζόμενα (π.χ. στον Τύπο, στα Μ.Μ.Ε., στον πολιτικό λόγο, στην εκκλησιαστική γλώσσα), ώστε πολλοί να μην ξέρουν πώς να τις μεταχειριστούν έξω από τέτοια συγκείμενα (π.χ. αγχιστεία: εξ αγχιστείας, εφιστώ: εφιστώ την προσοχή, θεαθήναι: διά / για το θεαθήναι, παικτός: εν ου παικτοίς, προώλης: εξώλης και προώλης κ.ά.).
Ο αναγνώστης τού παρόντος έργου, εξοικειωμένος με περισσότερες ή λιγότερες από τις λέξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό, ενδεχομένως να διερωτηθεί γιατί έχουν συμπεριληφθεί. Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσει στην πραγμάτευση τέτοιων λέξεων στο παρόν λεξικό, λέξεις που νομίζουμε οικείες (ως σημασίες, ως χρήσεις, ως μορφές) εμφανίζουν στην πράξη άγνωστες ή αδιευκρίνιστες πλευρές που ξαφνιάζουν, ενώ ισχύει και το γεγονός ότι αυτό που σε κάποιον είναι γνωστό δεν είναι καθόλου οικείο σε κάποιον άλλον· έτσι, η προσπάθειά μας εδώ –όπως και σε κάθε λεξικό– είναι να καλυφθούν οι ανάγκες όλων.
ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΛΗΜΜΑΤΩΝ
Το παρόν λεξικό δεν είναι ένα ερμηνευτικό λεξικό, όπως το «Μεγάλο» Λεξικό μας (Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας), στο οποίο εξετάζονται εξαντλητικά όλες οι σημασίες κάθε λήμματος. Κύριο σημασιολογικό ενδιαφέρον, στο οποίο εστιάζει ένα Λεξικό απαιτητικών λέξεων, είναι μάλλον το βάθος των σημασιών και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας τους παρά το εύρος των σημασιολογικών τους χρήσεων, που εξετάζεται κυρίως στα ερμηνευτικά λεξικά. Εδώ δίδεται πολύ περιεκτικά (αλλά κατανοητά) μόνον η σημασία ή οι σημασίες για τις οποίες έχει επιλεχθεί το λήμμα ως «απαιτητική λέξη». Αυτό οδηγεί στη συγχώνευση επιμέρους σημασιών σε μια πιο κεντρική, ενώ άλλοτε δίδεται ως κυρίως ενδιαφέρουσα η μεταφορική μόνο σημασία ενός λήμματος, επειδή αυτή είναι που το καθιστά απαιτητικό και επιλέξιμο (π.χ. στα λήμματα αμάλγαμα, καθίζηση).
Το ίδιο ισχύει και για σημασίες που ενδιαφέρουν μόνο στη χρήση τους ως «παγιωμένων φράσεων», οπότε δίδονται μόνον αυτές (π.χ. στα λήμματα δέμας, νήσσα).
Γενικότερα, δεν έχουν περιληφθεί σημασίες που κρίνονται ευρύτερα γνωστές και εύκολες στη χρήση τους, άρα και μη επιλέξιμες για ένα Λεξικό απαιτητικών λέξεων (π.χ. στα λήμματα αρμός, βεληνεκές).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ
Κύρια προσφορά τού παρόντος λεξικού, το «βαρύ πυροβολικό» του, είναι το πλήθος των σχολαστικά επιλεγμένων παραδειγμάτων, που και μόνα τους (συχνά χωρίς να χρειάζεται τόσο το ερμήνευμα) φωτίζουν τη σημασία και τη χρήση κάθε λήμματος. Επιμείναμε ιδιαίτερα στα πολύ δηλωτικά, αντιπροσωπευτικά και εύληπτα παραδείγματα, διότι καθοδηγούν τον αναγνώστη στην κατανόηση και στην εκ μέρους του ορθή χρήση των απαιτητικών λημμάτων που θα θελήσει να χρησιμοποιήσει στον λόγο του. Μάλιστα, τα περισσότερα παραδείγματα που δίδονται έχουν ληφθεί με εξαιρετικά προσεγμένη αναζήτηση και επιλογή από έγκυρα Ηλεκτρονικά Σώματα Κειμένων (corpora)*, δεν είναι δηλαδή επινοημένα («φτειαχτά») διδασκαλικά παραδείγματα, αλλά είναι ειλημμένα από πραγματικές χρήσεις. Αυτό αφενός εγγυάται μια πληρέστερη και εγκυρότερη εποπτεία τής χρήσης των λέξεων για τον ίδιο τον λεξικογράφο, αφετέρου παρέχει στον χρήστη γνήσια, ζωντανά, αντιπροσωπευτικά, ενδιαφέροντα δείγματα ποιοτικού λόγου.
Γενικά, η αυθεντικότητα ακριβώς των παραδειγμάτων που έχουν επιλεχθεί προσδίδει στο παρόν έργο εγκυρότητα και αξιοπιστία, διευκολύνοντας καθοριστικά τον χρήστη να κατανοήσει στην πράξη και να χρησιμοποιήσει σωστά μιαν απαιτητική λέξη. Ωστόσο, η χρήση των επιλεγμένων παραδειγμάτων δεν διεκδικεί το κύρος της από το περιεχόμενο τού παραδείγματος (με το οποίο μπορεί και να διαφωνεί ο λεξικογράφος) αλλά από τη γλωσσική υφή του. Ο μεταγλωσσικός (η λέξη ως λέξη) και όχι ο πληροφοριακός (η συμφωνία με το περιεχόμενο) χαρακτήρας των απαιτητικών λέξεων ενδιαφέρει και κρίνει την επιλογή τους. Γι’ αυτό και κατά κανόνα δεν δηλώνεται (με εξαίρεση τα λογοτεχνικά κείμενα) η πατρότητα κάθε παραδείγματος, πολύ περισσότερο που λόγοι περιορισμού τού χώρου, κατανόησης τού περιεχομένου ή αποφυγής ακροτήτων επιβάλλουν σε ορισμένες περιπτώσεις και κάποια μορφή διασκευής (παραλείψεις, συντακτικές προσαρμογές κ.ά.). Τελικά, αυτό που επιδιώκεται ως γενική αρχή για όλα τα παραδείγματα, μέσα και στο όλο πνεύμα τού παρόντος λεξικού, είναι η σύνδεση των προτεινομένων απαιτητικών λέξεων με το κείμενο· η ανάδειξη τής σημασίας και τής χρήσης τους «ενκειμένω», δηλαδή μέσα από τη σχέση τους με τα συμφραζόμενα. Αυτή η επικοινωνιακή διάσταση τής χρήσης των απαιτητικών λέξεων είναι κριτήριο τής επιλογής τους, αλλά και μέθοδος παρουσίασης τής λειτουργίας τους.