Το μυαλό μας έχει μια κάπως περίεργη σχέση με την επανάληψη. Ας πάρουμε για παράδειγμα το Déjà Vu, την περίσταση κατά την οποία νιώθουμε ότι έχουμε ζήσει στο παρελθόν μία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε όμως, για πρώτη φορά. Το Déjà Vu, μπορεί να μας αφήσει με μια τρομακτική αίσθηση, την οποία δεν μπορούμε να περιγράψουμε ακριβώς. Τι συμβαίνει όμως με το jamais vu και πόσα γνωρίζουμε για αυτό;
Η επιστήμη έχει εξακριβώσει τι ακριβώς μας συμβαίνει όταν βιώνουμε Déjà Vu. Το φαινόμενο εμφανίζεται όταν το τμήμα του εγκεφάλου που ανιχνεύει την εξοικείωση αποσυγχρονίζεται από τα πραγματικά δεδομένα. Το Déjà vu είναι το σήμα που μας προειδοποιεί για αυτό το παράξενο συμβάν, λειτουργεί σαν εργαλείο για τον “έλεγχο των γεγονότων” για το σύστημα μνήμης.
Το jamais vu από την άλλη, συμβαίνει όταν κάτι που μας είναι οικείο μοιάζει εξωπραγματικό ή πρωτόγνωρο με κάποιο τρόπο. Περισσότερα για το φαίνομενο αποκάλυψε μια πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Memory.
Ποιο είναι το αντίστροφο φαινόμενο του Déjà Vu;
Το Jamais vu μπορεί να συμβεί όταν για παράδειγμα, κοιτάζει κανείς ένα οικείο πρόσωπο και το βρίσκει ξαφνικά ασυνήθιστο ή άγνωστο. Οι μουσικοί μπορεί να το πάθουν στιγμιαία όταν χάνουν τον ειρμό τους καθώς παίζουν ένα πολύ οικείο κομμάτι. Μπορεί να σου έχει συμβεί και εσένα, εάν για παράδειγμα έχεις αποπροσανατολιστεί ενώ πηγαίνεις σε ένα οικείο μέρος ή ξαφνικά το βλέπεις με “νέα μάτια”.
Πρόκειται γενικά για μια εμπειρία που είναι ακόμη πιο σπάνια από το déjà vu.
Οι επιστήμονες για να συλλέξουν περισσότερες πληροφορίες για το jamais vu πραγματοποίησαν μια έρευνα με 94 φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν να περάσουν το χρόνο τους γράφοντας επανειλημμένα την ίδια λέξη. Το έκαναν με δώδεκα διαφορετικές λέξεις που κυμαίνονταν από τις κοινές, όπως η “πόρτα”, έως τις λιγότερο κοινές, όπως η λέξη “χλοοτάπητας”.
Στην συνέχεια έπρεπε να αντιγράψουν τη λέξη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αλλά επιτρεπόταν να σταματήσουν εάν ένιωθαν περίεργα, να βαριούνται ή να πονάει το χέρι τους.
Η διακοπή επειδή ένιωσαν περίεργα ήταν η πιο συνηθισμένη επιλογή, ενώ περίπου το 70% σταμάτησε τουλάχιστον μία φορά επειδή ένιωσε κάτι που όρισαν οι ερευνητες ως jamais vu. Αυτό συνέβαινε συνήθως μετά από περίπου ένα λεπτό και συνήθως για τις πιο κοινές λέξεις.
Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν τις εμπειρίες τους ως εξής: “Οι λέξεις έχαναν το νόημά τους όσο περισσότερο τις κοιτούσες”, “φάνηκε να χάνω τον έλεγχο του χεριού” και το αγαπημένο των ερευνητών “δεν φαίνεται σωστό, σχεδόν μοιάζει σαν να μην είναι πραγματικά λέξη, αλλά κάποιος με ξεγέλασε για να νομίζω ότι είναι”.
Το jamais vu λειτουργεί σαν ένα μήνυμα που μας προειδοποιεί ότι κάτι έχει γίνει πολύ αυτόματο, πολύ άνετο, πολύ επαναλαμβανόμενο. Μας βοηθά να “ξεφύγουμε” από την τρέχουσα επεξεργασία και το αίσθημα του μη πραγματικού είναι στην πραγματικότητα ένας έλεγχος της πραγματικότητας. Η κυριότερη επιστημονική εξήγηση είναι ο “κορεσμός”, το αποτέλεσμα της υπερφόρτωσης μιας αναπαράστασης μέχρις ότου γίνει ανούσια.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι μια λογική διαδικασία και τα γνωστικά μας συστήματα πρέπει να παραμένουν ευέλικτα, επιτρέποντάς μας να κατευθύνουμε την προσοχή μας όπου χρειάζεται, χωρίς να χανόμαστε σε επαναλαμβανόμενες εργασίες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μόλις τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε το jamais vu και ανυπομονούμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα για το παράξενο αυτό φαινόμενο.