Γνωρίζατε πως η διακοπή του καπνίσματος και το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης συνδέονται με μείωση του ποσοστού εμφάνισης άνοιας σε ορισμένες χώρες; Η άνοια που επηρεάζει κυρίως τους ηλικιωμένους, αλλά δεν αποτελεί φυσιολογικό μέρος της γήρανσης, σύμφωνα με τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), μόνο στις ΗΠΑ αφορά 5,8 εκατομμύρια άτομα. Κι ενώ πολλοί και διαφορετικοί είναι οι παράγοντες κινδύνου, η καρδιαγγειακή υγεία έρχεται πρώτη στην λίστα. Κι αυτό διότι καθώς φαίνεται οι παρεμβάσεις σε επίπεδο πληθυσμού (π.χ. οι εκστρατείες για τη διακοπή του καπνίσματος) έχουν αποδώσει καθιστώντας άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως η εκπαίδευση και το κάπνισμα, λιγότερο απειλητικούς.
Κατά τους ερευνητές, η σχέση που βρέθηκε μεταξύ καπνίσματος-εκπαίδευσης και μειωμένης συχνότητας εμφάνισης άνοιας, υποδηλώνει πως θα πρέπει να γίνουν κι άλλες παρεμβάσεις ως προς άλλους πιθανούς κινδύνους, όπως για παράδειγμα η παχυσαρκία, η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης, έτσι ώστε η μείωση των ποσοστών άνοιας να συνεχιστεί.
Άνοια- κάπνισμα και εκπαίδευση
Το 2020, οι ερευνητές είχαν υπολογίσει ότι το 40% των περιπτώσεων άνοιας σχετίζονταν με 12 παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ελαχιστοποιηθούν. Αυτοί ήταν:
- Χαμηλότερη εκπαίδευση.
- Υψηλή αρτηριακή πίεση.
- Προβλήματα ακοής.
- Κάπνισμα.
- Παχυσαρκία.
- Κατάθλιψη.
- Φυσική αδράνεια.
- Διαβήτης.
- Περιορισμένη κοινωνική επαφή.
- Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
- Τραυματική εγκεφαλική βλάβη.
- Μόλυνση του αέρα.
Οι συγγραφείς της μελέτης θέλησαν να προσδιορίσουν εάν θα ήταν δυνατό να χαρτογραφηθούν οι αλλαγές στην έκθεση του πληθυσμού στους παράγοντες κινδύνου που είχαν εντοπίσει με την πάροδο του χρόνου. Πραγματοποίησαν ανάλυση από 27 άρθρα ανασκόπησης, τα οποία παρείχαν δεδομένα από το 1947 έως το 2015. Συνέκριναν στη συνέχεια τα δεδομένα για τη συχνότητα της άνοιας και τον επιπολασμό των παραγόντων κινδύνου με την πάροδο του χρόνου.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συχνότητα είχε μειωθεί στις ΗΠΑ και την Ευρώπη κατά 44% μεταξύ 1992-98 και 2004-08.
«Οι μειώσεις στον αριθμό των ατόμων που καπνίζουν και οι αυξήσεις στον αριθμό των ατόμων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ιδιαίτερα σε χώρες υψηλού εισοδήματος από τη δεκαετία του 1970 και μετά συσχετίζονται με μείωση της συχνότητας εμφάνισης άνοιας. Αυτό δεν σημαίνει πως η άνοια δεν επηρεάζει τα μορφωμένα άτομα ή τις υψηλές κοινωνικοοικονομικές κοινότητες, ωστόσο οι στοχευμένες δράσεις για την πρόληψή της μπορούν να βοηθήσουν. Το κάπνισμα και η εκπαίδευση έχουν γίνει λιγότερο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου λόγω των κατάλληλων παρεμβάσεων. Από την άλλη πλευρά, τα ποσοστά παχυσαρκίας και διαβήτη έχουν αυξηθεί και έχουν γίνει μεγαλύτεροι παράγοντες κινδύνου. Η εξάλειψη των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου θα μπορούσε θεωρητικά να αποτρέψει το 40% των περιπτώσεων άνοιας στο μέλλον», αναφέρουν οι ερευνητές.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο ακαδημαϊκό περιοδικό The Lancet Public Health.