Τη γνώρισα όταν ήταν μόλις 12,5 ετών, ως συμμαθήτρια και καλή φίλη της κόρης μου. Αερικό αλλά και αγοροκόριτσο, επιμελής αλλά και «μέσα σ’ όλα», έτρεχε να χωθεί στην αγκαλιά μου όποτε με έβλεπε, για να απομακρυνθεί το αμέσως επόμενο λεπτό. Παρατηρούσε τους πάντες και τα πάντα με το μελαγχολικό χαμόγελό της, αντάλλασσε με την Κωνσταντίνα μου post-it με ρήσεις από τον «Μικρό Πρίγκιπα», εξαφανιζόταν και επανεμφανιζόταν… φουριόζα και, προσωπικά, όλα τα θεωρούσα μέρος μιας μεγάλης θεατρικής παράστασης, που ήταν και το μυστικό όνειρό της.
Πρώτη φορά που είπες ότι θα γινόσουν ηθοποιός ήταν στο νηπιαγωγείο. Και να που σε βλέπουμε να έχεις μπει πια για τα καλά στην υποκριτική.
Όλα άρχισαν από τη σχολή, όπου με πρωτοείδαν όταν αναζητούσαν ηθοποιούς για τη δραματική κομεντί της Σόνια Λίζα Κέντερμαν «Ο Ράφτης»· κάτι που εγώ σύντομα ξέχασα. Δύο χρόνια μετά με κάλεσαν και η συμμετοχή μου σε αυτή την ταινία, που τελικά βραβεύτηκε από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών και την ΕΡΤ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ήταν ο λόγος να αγαπήσω πάρα πολύ τον κινηματογράφο.
Στην τηλεόραση, ξεχωρίζω τη συμμετοχή μου στα «Καλύτερά μας χρόνια», της Όλγας Μαλέα, και την παρουσία μου στο «Ου φονεύσεις», του Πάνου Κοκκινόπουλου, ενώ από τις θεατρικές μου δουλειές, το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που φιλοξενήθηκε και στο Θέατρο Τέχνης, όπως και το έργο της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Η Φαίδρα καίγεται», σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, στη μικρή Επίδαυρο.
Για μένα, δύο εξίσου σημαντικές δουλειές σου, ήταν το «Προσφυγάκι», του Γιάννη Καλατζόπουλου, και η «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων;», μια ενήλικη διασκευή του κλασικού αριστουργήματος του Λούις Κάρολ.
Όταν πήγα στο θέατρο Αργώ για το «Προσφυγάκι», η κυρία Υψηλάντη, η οποία και το συνσκηνοθέτησε με τον Βαγγέλη Βογιατζή, με εμπιστεύθηκε απόλυτα κι ας μη με γνώριζε. Μου έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη κι ό,τι της πρότεινα το δέχτηκε. Μόνο στην αρχή, όταν ανέφερα ότι έχω τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, σχολίασε: «Δεν πιστεύω να είσαι καμιά… ξινή;». Έχουμε τη φήμη ότι είμαστε καλά παιδιά, αλλά κάπως υπεροπτικά!
Όσον αφορά την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων;», αλλά και το «Ένα κορίτσι με ίσκιο αγοριού», στο θέατρο Φούρνος, ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας μου με τη μεικτή θεατρική ομάδα ARTImeleia, με ανθρώπους με νευρομυϊκές παθήσεις, με τους οποίους πάντα θα είμαι μαζί.
Και τώρα ήρθαν οι «17 κλωστές», η τηλεοπτική σειρά της Cosmote TV, που θα δούμε σύντομα στο Mega, και βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του «chaser» Πάνου Δημάκη, ο οποίος κατέγραψε την ιστορία του πρώτου serial killer της Ελλάδας.
Είναι μια συγκλονιστική ιστορία. Διαδραματίζεται, μάλιστα, στο νησί όπου έχω περάσει σχεδόν όλα τα καλοκαίρια μου, στα Κύθηρα. Εκεί ο Σωτήρης Τσαφούλιας μου εμπιστεύτηκε το ρόλο της κολλητής της κοπέλας (Ντένια Στασινοπούλου) που ερωτεύεται ο τσαγκάρης, λέγοντάς μου: «Πάρ’ τον και κάν’ τον!». Αλλά και ο Πάνος Βλάχος, που πρωταγωνιστεί, με βοήθησε πολύ να φτιάξουμε τις μεταξύ μας σκηνές με τρόπο που να λειτουργούν εξίσου και για τους δύο· όλοι υπήρξαν απίστευτα υπέροχοι και υποστηρικτικοί. Πιστεύω ότι και με αυτά τα κριτήρια επιλέγει πάντα τους συνεργάτες του ο Σωτήρης Τσαφούλιας, όπως πιστεύω ότι ποτέ δεν παρουσιάζει μονόπλευρα έναν εγκληματία αλλά εξηγεί, όπως εδώ, πώς μια κοινωνία μπορεί να μετατρέψει ένα φιλήσυχο άνθρωπο σε δολοφόνο.
Ωστόσο, παράλληλα με τη δραματική σχολή, βρέθηκες και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο να σπουδάζεις ψυχολογία.
Όταν πήγαινα στο λύκειο, παρόλο που ήμουν πλέον σίγουρη για το τι ήθελα να γίνω, οι δικοί μου δεν θα δέχονταν εύκολα να μην κάνω και κάποιες άλλες σπουδές. Αλλά κι εγώ η ίδια ένιωθα την ανάγκη να έχω μέσα μου μια «δικλίδα ασφαλείας». Είπα, λοιπόν, ότι θα μπω στο πανεπιστήμιο ώστε να ησυχάσουν όλοι –ενδόμυχα και εγώ– και συγχρόνως θα παλέψω να γίνω ηθοποιός. Την ψυχολογία την επέλεξα επειδή η θεία μου, με την οποία μεγάλωσα μαζί, είναι διπολική. Σκέφτηκα πως, ακόμα κι αν δεν κατάφερνα να ασχοληθώ με αυτό που υπεραγαπώ, τουλάχιστον θα έκανα κάτι που βοηθά ανθρώπους οι οποίοι αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Τελικά, μέσα από το θέατρο, κάποιες φορές μπορώ να εξασκώ και τις δύο μου ιδιότητες. Έχω δουλέψει με τους οροθετικούς κρατούμενους στον Κορυδαλλό και έχω κάνει θέατρο με κακοποιημένες γυναίκες γιατί, κάποτε, βρέθηκα κι εγώ στη θέση τους.
Θέλεις να μας μιλήσεις για αυτή την τραυματική εμπειρία σου;
Βίωσα σεξουαλική κακοποίηση, παρόλο που δεν συνέβη αυτή καθαυτή η σεξουαλική πράξη. Στα 18 μου έψαξα και βρήκα την κατάλληλη για μένα ψυχίατρο και μέχρι σήμερα συνεχίζω κανονικά την ψυχανάλυση. Πιο πριν, θα χρειαζόταν η έγκριση του πατέρα μου, με τον οποίο δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις έως πριν από λίγο καιρό.
Και σε ποια ηλικία συνέβη αυτό;
Ξεκίνησε όταν ήμουν 6 ή 7 ετών. Με ακρίβεια δεν θα μάθω ποτέ, επειδή οι μνήμες ήρθαν πολύ αργότερα, λίγο πριν μπω στο γυμνάσιο… Τότε, η μαμά μου, που είχε την αγωνία ότι θα πηγαινοέρχομαι μόνη στο φροντιστήριο –κι ας ήταν δίπλα στο σπίτι μας–, μου διάβασε το βιβλίο «Κάποιος με ενοχλεί» της Βιρζινί Ντιμόν, κι εγώ, ξαφνικά, άρχισα να κλαίω ασταμάτητα. Έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα και, στο τέλος, μετά από πάρα πολλή πίεση, της μίλησα.
Ήταν γνωστό σου πρόσωπο;
Ναι. «Κοντινός» άνθρωπος, νέος σε ηλικία που, απ’ ό,τι μάθαμε αργότερα, ήταν κακοποιημένος κι ο ίδιος. Και τη δική του κακοποίηση ήρθε και την «απόθεσε» πάνω μου…
Πόσο διήρκησε;
Καιρό. Όμως, ούτε αυτό μπορώ να το απαντήσω με ακρίβεια. Θυμάμαι καλά πότε βρήκα τη δύναμη να το σταματήσω, θυμάμαι τη στιγμή που έβαλα στο μυαλό μου ότι «εγώ δεν θα ξαναμείνω ποτέ μόνη μαζί του», έχω ξεκάθαρες εικόνες και κάποιες αναλαμπές μνήμης, αλλά χρονική ροή για όλο αυτό δεν έχω σχεδόν καθόλου.
Δεν μίλησες νωρίτερα στη μητέρα σου επειδή ένιωθες ότι έκανες εσύ κάτι κακό;
Ήταν ξεκάθαρο ότι έκανα κάτι πολύ «κακό» και πολύ ντροπιαστικό, παρότι δεν είχα καθόλου μεγαλώσει με αυτήν τη λογική. Κάπου είχα ακούσει όμως, ίσως στο σχολείο, ότι ο Θεός μάς παρακολουθεί και ζούσα με αυτόν το φόβο.
Σκέφτεσαι ότι η εξομολόγησή σου αυτή ίσως επηρεάσει την καριέρα σου;
Αν θέλω να έχω οποιοδήποτε βήμα μέσα από τη δουλειά μου, είναι για να μπορώ να μιλώ για όλα αυτά τα ζόρικα πράγματα. Για όλα τα ταμπού που δεν παραδεχόμαστε και εξακολουθούν να υπάρχουν. Είναι πραγματικά αδιανόητο πόσες πολλές κακοποιημένες γυναίκες κυκλοφορούν εκεί έξω. Σχεδόν κάθε γυναίκα έχει μια ιστορία να διηγηθεί, τέτοια ή και πιο τραυματική. Όμως, ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πώς βίωσε ό,τι βίωσε ο καθένας και πώς καταγράφηκε στην ψυχή του.
Η μητέρα σου πώς αντέδρασε;
Επειδή η μαμά μου, μετά το διαζύγιο με τον πατέρα μου, δεν έφερε ποτέ άντρα μες στο σπίτι, ακριβώς εξαιτίας αυτού του φόβου, έπαθε σοκ και, ακόμα και σήμερα, αισθάνεται ότι έχει τεράστια ευθύνη. Από τη μια, υπερδραματοποίησε τα γεγονότα, όμως, από την άλλη, είχε την ψυχραιμία να με δυναμώσει και να σταθεί απόλυτα δίπλα μου. Με άλλα λόγια, με βοήθησε πάρα πολύ να μη θυματοποιηθώ γενικότερα ως άτομο.
Δείτε το βίντεο
Πέρασες από το στάδιο να θεωρείς ότι μπορεί εσύ να προκαλείς;
Όχι, γιατί «μπήκα» σε ένα μοτίβο ότι η γυναικεία μου φύση δεν υφίσταται. Θεωρούσα τον εαυτό μου παιδί και έτσι προσπάθησα να πορευθώ σχεδόν ως τώρα. Μέχρι που έκανα μια αληθινή σχέση και αυτό έλυσε πολλά θέματα στη ζωή μου, αν και ακόμα δεν μου είναι εύκολο να φερθώ αυτό που λέμε «θηλυκά». Πέρασα φοβερή ανασφάλεια σε ό,τι αφορά το φύλο μου και, για πάρα πολύ καιρό, δεν επέτρεπα σε κανέναν να με δει μέσα από αυτό. Θεωρούσα κακό το να είσαι γυναίκα.
Η υποκριτική σε βοήθησε; Οι εκπληκτικές μεταμορφώσεις σου, από ρόλο σε ρόλο, σου έδωσαν μιαν άλλη διέξοδο ή μήπως τη δυνατότητα να κρύβεσαι;
Η υποκριτική μού έδωσε τα εφόδια και το χώρο να μιλάω έχοντας συγχρόνως μια άμυνα, μια προστασία. Όσο για τις μεταμορφώσεις, τις λατρεύω. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με κάποιο τραύμα, σίγουρα όμως είναι μια διέξοδος. Έχω τη δυνατότητα να βρω και να φωτίσω άλλες πλευρές μου. Γενικότερα, η υποκριτική ενεργοποιεί μέσα μου πράγματα και συναισθήματα που διαφορετικά δεν θα έβγαιναν ποτέ στην επιφάνεια: τη διάθεσή μου να δουλέψω, το φόβο της αποτυχίας, την εξωστρέφεια, την πολύ μεγάλη αίσθηση ικανοποίησης, το καλό και το κακό – όλο το φάσμα! Δεν έχω συναντήσει κάτι άλλο στη ζωή μου για το οποίο να πω ότι αξίζει να δώσω ό,τι έχω και να χάσω, επίσης, αν χρειαστεί, ό,τι έχω.
Πού θα σε δούμε, στη συνέχεια, να δίνεις ό,τι έχεις;
Προς το παρόν, εκτός από την τηλεόραση, στο θέατρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», στο «Καπλάνι της βιτρίνας», της Άλκης Ζέη. Στις 13 Οκτωβρίου, πάντα σε σκηνοθεσία της Δήμητρας Λαρεντζάκη, θα έρθουμε στην Αθήνα από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, όπου είχαμε απίστευτη απήχηση σε παιδιά… κάθε ηλικίας. Έτσι κι εδώ, θα παίζουμε για σχολεία και, τις Κυριακές, για το κοινό. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό όλο αυτό, τόσο γιατί πρόκειται για ένα από τα βιβλία με τα οποία μεγάλωσα όσο και λόγω του πολύ σημαντικού συνολικού ιδεολογικού του πλαισίου.
Από εκεί και πέρα… είναι καλοκαίρι! Θα απολαύσω τη θάλασσα και τα νοστιμότατα pancakes μου –από βρόμη και γάλα σόγιας, παρακαλώ, με σαντιγί καρύδας και vegan παγωτό– θα πιω τους δροσερούς χυμούς μου, θα ξεκουραστώ και θα είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω ότι έχω αρχίσει πια να αλλάζω και γι’ αυτό όλα θα μου πηγαίνουν πλέον πολύ καλύτερα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΟΗΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ: ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΑΜΠΟΥΡΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΠΑΛΤΑ
ΜΑΚΙΓΙΑΖ-ΜΑΛΛΙΑ: ΚΕΡΑΣΙΑ ΚΟΥΗ
Ευχαριστούμε το Il Giardino, Δημοτικό Κολυμβητήριο