Ενώ συχνά ακούμε ότι θα πρέπει να αυξήσουμε τις φυτικές ίνες, γνωστές και ως διαιτητικές, στην διατροφή μας, νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο Cornell αποκαλύπτει ότι οι επιδράσεις τους μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο, υποδηλώνοντας ότι οι συστάσεις θα πρέπει να προσαρμόζονται στο εντερικό μικροβίωμα κάθε ατόμου.
Για την μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο Gut Microbes, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στο ανθεκτικό άμυλο, μια κατηγορία διαιτητικών ινών που βρίσκεται σε τρόφιμα όπως το ψωμί, τα δημητριακά, οι πράσινες μπανάνες, τα ζυμαρικά ολικής αλέσεως, το καστανό ρύζι και οι πατάτες. Στην συνέχεια εντόπισαν τα είδη μικροβίων του εντέρου που αλλάζουν ως απόκριση σε δύο διαφορετικούς τύπους ανθεκτικού αμύλου.
Διατροφή βάσει μικροβιώματος
Βρήκαν στοιχεία ότι κάθε άτομο μπορεί να έχει μια μοναδική απόκριση στην κατανάλωση ενός τύπου ανθεκτικού αμύλου, με μερικούς ανθρώπους να ωφελούνται και άλλους να έχουν ελάχιστη ή καθόλου επίδραση. Ο λόγος φαίνεται να συνδέεται με το επίπεδο ποικιλομορφίας και σύνθεσης του μικροβιώματος του εντέρου ενός ατόμου.
«Η διατροφή ακριβείας (που αποτελεί ένα εξατομικευμένο είδος διατροφολογικής προσέγγισης βάσει των μοναδικών αναγκών κάθε ατόμου) είναι σίγουρα χρήσιμη για τον καθορισμό των διαιτητικών ινών που πρέπει να προσλαμβάνει κάθε άτομο», δήλωσε η Δρ. Angela Poole, επίκουρη καθηγήτρια μοριακής διατροφής και ανώτερη συγγραφέας της μελέτης.
«Αυτό είναι κρίσιμο γιατί πολλά είναι τα δημόσια μηνύματα εδώ και δεκαετίες που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να τρώνε περισσότερες φυτικές ίνες», ανέφερε χαρακτηριστικά η Δρ. Angela Poole.
«Ταυτόχρονα, λιγότερο από το 10% των ανθρώπων φτάνουν την συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη. Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι διαιτητικών ινών και υδατανθράκων, μια καλύτερη στρατηγική θα ήταν με γνώμονα τις ατομικές ανάγκες και τα χαρακτηριστικά κάθε ατόμου να διαμορφωθεί ένα διατροφικό πλάνο με τις φυτικές ίνες που τους ταιριάζουν περισσότερο» καταλήγει η ίδια.
Για να φτάσουν σε αυτό το συμπέρασμα, οι ερευνητές εξέτασαν τρεις διατροφικές θεραπείες σε 59 συμμετέχοντες σε διάστημα επτά εβδομάδων.