Διαρκώς ψάχνουμε τρόπους να χαλαρώσουμε, να αποφορτιστούμε και να μειώσουμε τα επίπεδα στρες. Διαλογισμός, τρέξιμο, ζωγραφική και journaling είναι μόνο μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να τα καταφέρουμε. Τώρα όμως, νέα έρευνα αποκαλύπτει ότι ίσως πρέπει να στραφούμε προς τα… μέσα, καθώς τα «καλά» βακτήρια του εντέρου μπορεί να επηρεάζουν τον τρόπο που ανταποκρινόμαστε στο άγχος.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Nature Mental Health, αποκάλυψε ότι τα ευεργετικά βακτήρια του εντέρου μπορούν να βοηθήσουν τον εγκέφαλο να αντιμετωπίσει καλύτερα την συναισθηματική και ψυχική πίεση στην ζωή.
«Όταν εξετάσαμε άτομα με υψηλή ανθεκτικότητα στο άγχος, διαπιστώσαμε ότι είχαν περισσότερα βακτήρια, που σχετίζονται με μειωμένη φλεγμονή και υγιή εντερικό φραγμό», λέει η ανώτερη συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Arpana Gupta, συνδιευθύντρια του Goodman-Luskin Microbiome Center του University of California (UCLA).
Η έρευνα έδειξε επίσης ότι οι πιο ανθεκτικοί άνθρωποι εμφάνισαν νευρική δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με βελτιωμένη γνωστική λειτουργία και συναισθηματική ρύθμιση.
Συνολικά, αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι όσα τρώμε επηρεάζουν όχι μόνο το μικροβίωμα του εντέρου – τα τρισεκατομμύρια μικροοργανισμών που ζουν στο πεπτικό μας σύστημα – αλλά και την υγεία του εγκεφάλου μας, αναφέρει χαρακτηριστικά η Δρ. Gupta.
Έντερο VS στρες
Για να φτάσουν σε αυτά τα συμπεράσματα, οι ερευνητές μελέτησαν 116 άτομα σχετικά με την ανθεκτικότητά τους, που μπορεί να εκφραστεί ποικιλοτρόπως όπως η εμπιστοσύνη στα ένστικτα κάποιου και η θετική αποδοχή της αλλαγής. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες βάσει υψηλής και χαμηλής ανθεκτικότητας.
Στην συνέχεια οι ερευνητές ανέλυσαν τις λειτουργίες που σχετίζονται με τη συναισθηματική ρύθμιση και τη γνωστική λειτουργία στον εγκέφαλο των συμμετεχόντων μέσω μαγνητικών τομογραφιών. Συνέλεξαν επίσης δείγματα εκκενώσεων για να προσδιορίσουν ποια μικρόβια ζούσαν στο έντερο.
Τα άτομα στην ομάδα υψηλής ανθεκτικότητας έδειξαν ότι ήταν λιγότερο ανήσυχα και καταθλιπτικά και λιγότερο επιρρεπή στην κριτική, φάνηκαν να έχουν λιγότερο άγχος ενώ ήταν λιγότερο πιθανό να καταστροφολογήσουν.
Οι μαγνητικές τομογραφίες αποκάλυψαν επίσης εγκεφαλική δραστηριότητα που σχετίζεται με μεγαλύτερη συναισθηματική ρύθμιση και γνωστική ικανότητα στην ομάδα υψηλής ανθεκτικότητας σε σύγκριση με την ομάδα χαμηλής ανθεκτικότητας.
Η δραστηριότητα του εντερικού μικροβιώματος στην ομάδα υψηλής ανθεκτικότητας διέφερε από εκείνη στην ομάδα χαμηλής.
Πιο συγκεκριμένα, τα μικροβιώματα εξαιρετικά ανθεκτικών ατόμων απέβαλαν μεταβολίτες (χημικούς αγγελιοφόρους) και εμφάνισαν γονιδιακή δραστηριότητα που σχετίζεται με θεραπευτικές ιδιότητες, χαμηλή φλεγμονή και ισχυρό φραγμό του εντέρου.
Από την άλλη, τα άτομα στην ομάδα χαμηλής ανθεκτικότητα είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν αδύναμο εντερικό φραγμό, γνωστό και ως σύνδρομο διαρρέοντος εντέρου.
Η εν λόγω πάθηση, σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να προκληθεί από τα αυξημένα επίπεδα φλεγμονής και μειώνει την ικανότητα του φραγμού του εντέρου να απορροφά βασικά θρεπτικά συστατικά ενώ μπλοκάρει τις τοξίνες.
Η ψυχική υγεία «περνά» από το… έντερο
Εκτός από την επιδείνωση των συναισθηματικών και ψυχικών προβλημάτων, το χρόνιο στρες σχετίζεται με πολλές ασθένειες, όπως η υπέρταση, οι καρδιακές παθήσεις, η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2 και η αρθρίτιδα.
Όπως υποδηλώνει η μελέτη, η υιοθέτηση μιας υγιεινής και ισορροπημένης διατροφής μπορεί να ενισχύσει την υγεία του εντέρου και αυτό, με την σειρά του, μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητά σας ενάντια στο στρες, σε συνδυασμό με την αλλαγή της στάσης σας.
«Νομίζω ότι ο ευκολότερος τρόπος να επηρεάσετε το μικροβίωμα του εντέρου σας είναι μέσω της διατροφής», αναφέρει η Δρ. Arpana Gupta, αν και η παρούσα μελέτη δεν εξέτασε τους τρόπους που η διατροφή μπορεί να επηρεάσει το στρες.
«Πιστεύω ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε τη σύνδεση εντέρου-εγκεφάλου ακολουθώντας μια ισορροπημένη, ποικιλόμορφη διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, προβιοτικά, ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και αντιοξειδωτικά, ενώ ταυτόχρονα ελαχιστοποιούμε την κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, πρόσθετων σακχάρων και υπερβολικού αλκοόλ» καταλήγει η ίδια.