Εκτιμάται ότι περίπου 64 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, πάθηση κατά την οποία η καρδιά δεν μπορεί να τροφοδοτήσει με επαρκή ποσότητα αίματος τους ιστούς σε ολόκληρο το σώμα.
Μπορεί να προκληθεί εξαιτίας άλλων ασθενειών που αποδυναμώνουν τον καρδιακό μυ, όπως η στεφανιαία νόσος, καθώς και από παράγοντες που σχετίζονται με τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, όπως το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Τώρα ερευνητές από το Michigan State University επισημαίνουν ότι η απώλεια όσφρησης μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του κινδύνου εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας.
Η μελέτη τους δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Journal of the American Heart Association.
Πώς συνδέονται όσφρηση και υγεία;
Καθώς μεγαλώνουμε η αίσθηση της όσφρησης αποδυναμώνεται. Έρευνες μάλιστα, δείχνουν ότι η οσφρητική δυσλειτουργία αρχίζει να αυξάνεται μόλις φτάσουμε στα 60 έτη.
«Η απώλεια ή η εξασθένηση της όσφρησης επηρεάζει περίπου το ένα τέταρτο των ηλικιωμένων», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Η ευαισθητοποίηση όμως του κοινού είναι χαμηλή. Μόνο το 30% περίπου όσων έχουν απώλεια όσφρησης γνωρίζουν ότι την έχουν», σημειώνει.
«Μάθαμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ότι η απώλεια όσφρησης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς πρώιμους δείκτες της άνοιας και της νόσου του Πάρκινσον», συνεχίζει.
«Είναι ενδιαφέρον ότι τα νέα επιστημονικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δικών μας, υποδηλώνουν ότι η απώλεια όσφρησης μπορεί να έχει πιο βαθιές επιπτώσεις για την υγεία των μεγαλύτερων ενηλίκων, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου του θανάτου, της πνευμονίας και της αδυναμίας» εξηγεί.
Η απώλεια όσφρησης μπορεί επίσης να σχετίζεται με την καρδιαγγειακή υγεία, καθώς σύμφωνα με προκαταρκτικά επιστημονικά δεδομένα, οι υποκλινικές καρδιαγγειακές αλλαγές μπορεί να επηρεάσουν την όσφρηση των ηλικιωμένων ενηλίκων.
Η απώλεια όσφρησης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας κατά 30%
Για την παρούσα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περίπου 2.500 άτομα που συμμετείχαν στην National Institute on Aging’s Health ABC Study. Οι συμμετέχοντες που εγγράφηκαν για πρώτη φορά σε αυτή τη μελέτη το 1997 και το 1998 ήταν υγιείς ηλικιωμένοι μεταξύ 70 και 79 ετών.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν ξεκινώντας από το πρώτο έλεγχο της όσφρησής τους σε ιατρική επίσκεψη το 1999 ή το 2000 για έως και 12 χρόνια ή έως ότου είχαν ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο ή μέχρι τον θάνατό τους.
Οι επιστήμονες ανέλυαν τα δεδομένα για να δουν εάν θα μπορούσαν να βρουν μια σύνδεση μεταξύ της απώλειας όσφρησης και των καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως καρδιακή προσβολή, εγκεφαλικό, καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη ή θάνατο που προκαλείται από στεφανιαία νόσο.
Στο τέλος της μελέτης τους, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι συμμετέχοντες με απώλεια όσφρησης είχαν περίπου 30% αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν χάσει την όσφρησή τους.
Ωστόσο, δεν βρέθηκε σύνδεση μεταξύ της απώλειας όσφρησης και του κινδύνου για καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ενώ οι ερευνητές δεν γνωρίζουν που μπορεί να οφείλονται τα παραπάνω, «σε σύγκριση με τη στεφανιαία νόσο ή το εγκεφαλικό επεισόδιο, η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα πιο περίπλοκο και προχωρημένο σύνδρομο με δομική ή λειτουργική καρδιακή ανωμαλία», σημειώνουν.
«Πρέπει να αξιολογήσουμε περαιτέρω τον πιθανό ρόλο της λειτουργίας της όσφρησης ως δείκτη για καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και για εγκεφαλικό επεισόδιο και στεφανιαία νόσο», τονίζουν, επισημαίνοντας την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης του φαινομένου στο μέλλον.