Ούτε μία ούτε δύο είναι οι ιστορίες που άκουσα τον τελευταίο χρόνο και αφορούν ασθενείς που, παίρνοντας εξιτήριο από δημόσια ή ιδιωτικά θεραπευτήρια, επέστρεψαν σπίτι τους με μισή ή καθόλου διάγνωση για σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με την αιτία που τους οδήγησε αρχικά στο νοσοκομείο. Προβλήματα που διαλάθουν της προσοχής των γιατρών, παρότι θα μπορούσαν να εντοπιστούν εάν επέμεναν σε ένα λεπτομερές ιστορικό και στην πολύτιμη κλινική εξέταση. Να αγγίξουν, δηλαδή, το σώμα του ασθενούς, να το ψηλαφίσουν, να τον ρωτήσουν εάν αισθάνεται κάποια ενόχληση όταν τον πιέζουν σε συγκεκριμένα σημεία. Χωρίς τα παραπάνω προφανώς και δυσκολεύονται να εντοπίσουν έναν ευμεγέθη καρκινικό όγκο στο στήθος, για παράδειγμα. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλές άλλες περιπτώσεις όπου οι γιατροί διέγνωσαν έναν ύποπτο όγκο σε μια νοσηλεία στην οποία οδηγήθηκε ο ασθενής για κάποιον άλλο, όχι τόσο σοβαρό λόγο, όπως και γιατροί που αφιερώνουν πάνω από μία ώρα για να πάρουν ένα λεπτομερές ιστορικό και διαβάζουν πιο προσεκτικά τις απεικονιστικές εξετάσεις, από μια ακτινογραφία και έναν υπέρηχο, μέχρι μια μαγνητική και αξονική τομογραφία.
Αυτή η αστοχία, που περιγράφω με πολύ κομψό τρόπο, συνέβη και σε έναν άνθρωπο που γνωρίζω καλά, ο οποίος νοσηλεύθηκε τέσσερις φορές τον τελευταίο χρόνο σε δύο δημόσια νοσοκομεία και σε ένα ιδιωτικό. Παρά την πολυήμερη σε δύο περιπτώσεις παραμονή του εκεί, διέφυγε την προσοχή των γιατρών, ειδικευομένων και μη, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Συνέβη παρότι ο ασθενής είχε παραπονεθεί για τα συμπτώματα που αισθανόταν και οι συγγενείς του είχαν ζητήσει να γίνει έλεγχος από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, για περαιτέρω διερεύνηση· εκείνοι όμως εμφανίζονταν καθησυχαστικοί, για να μην πω αδιάφοροι.
Σκέφτομαι όλα αυτά και αναρωτιέμαι εάν η υπερ-εξειδίκευση στην ιατρική επιστήμη έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί γιατροί να μην εξετάζουν πλέον στο σύνολό του τον ασθενή, αλλά να εστιάζουν στο όργανο ή στο σύστημα στο οποίο έχουν ειδικευθεί. Η πρόοδος στις απεικονιστικές μεθόδους έχει διευκολύνει τη δουλειά τους καθώς καταφεύγουν σε αυτές για να δουν τι συμβαίνει και αναλόγως να λάβουν τις αποφάσεις τους. Αν όμως ο ασθενής παραπονιέται και περιγράφει συμπτώματα που κρίνονται ανεξήγητα βάσει των εξετάσεών του, αυτά πολύ φοβάμαι ότι ενίοτε περνούν σε δεύτερη μοίρα. Προφανώς και το πρόβλημα δεν είναι οι εξετάσεις, που αποδεικνύονται σωτήριες για χιλιάδες ζωές, αλλά στο ότι έχει εγκαταλειφθεί από αρκετούς σύγχρονους επιστήμονες αυτή η προσέγγιση που εμείς οι μεγαλύτεροι είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε στους παλιότερους γιατρούς. Σε αυτούς που κοίταζαν τον ασθενή στα μάτια, παρατηρούσαν το χρώμα του, συζητούσαν για ώρα μαζί του και τον εξέταζαν κλινικά σε κάθε σημείο του σώματός του. Πώς άραγε τα κατάφερναν τότε, χωρίς όλα αυτά τα πολύτιμα εργαστηριακά εφόδια που τους παρέχει σήμερα η επιστήμη, να καταλήγουν σε πλήρη διάγνωση;
Κλείνω αυτό το σημείωμα με την ελπίδα πως οι περισσότεροι γιατροί σήμερα, όσο κουρασμένοι κι αν είναι, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, προσπαθούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Αστοχίες υπήρχαν και θα υπάρχουν. Όμως καλό θα ήταν να μειώνονται και όχι να αυξάνονται. Κακώς λοιπόν υποτιμούνται ή αποκρύπτονται για να μην πληγεί η αξιοπιστία των πολιτών στα συστήματα υγείας. Απεναντίας, θα πρέπει να αναδεικνύονται ώστε να βελτιώνονται οι παρεχόμενες υπηρεσίες. Διότι, όταν η αστοχία αφορά το δικό σου άνθρωπο, δεν είναι κάτι που θα ξεχαστεί, αλλά κάτι που θα σε στοιχειώνει για μια ζωή.
Ιατρικός συντάκτης, παρουσιαστής της εκπομπής «Όλα για τη ζωή μας Vita», MEGA