Τα οφέλη της κλινικής έρευνας είναι πολυεπίπεδα και πλέον των προφανών θεραπευτικών ευκαιριών που παρέχουν στους ασθενείς, επηρεάζουν θετικά διάφορους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Μαρία Γαβριατοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Ογκολογίας), Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Θεραπευτικής – Αιματολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής) αναφέρουν ότι τα οφέλη που προκύπτουν από τις κλινικές μελέτες αφορούν στον ασθενή, τους ερευνητές, την επιστήμη, τις φαρμακευτικές εταιρείες, την οικονομία, το σύστημα υγείας και ολόκληρη την κοινωνία.
Οι ασθενείς έχουν ταχεία πρόσβαση σε νέες θεραπείες, που πιθανά προσφέρουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια στην αντιμετώπιση των νόσων, και πιθανά βελτιωμένη ποιότητα και προσδόκιμο ζωής.
Η οικονομία και τα συστήματα υγείας ενισχύονται με εισροή επενδύσεων, αγορές νέων μηχανημάτων και νέες θέσεις εργασίας (τις περισσότερες εξειδικευμένες) σε τομείς υγείας, οι ιατροί και ερευνητές συμμετέχουν στις διεθνείς εξελίξεις της έρευνας για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων και συγχρόνως δίνονται σημαντικές απαντήσεις σε επιστημονικά ερωτήματα.
Η αρχή όμως και το τέλος κάθε κλινικής δοκιμής είναι η προσπάθειά μας να διασφαλίσουμε νέες καινοτόμες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς μας. Η ασθενοκεντρική προσέγγιση είναι το επίκεντρο κάθε διαδικασίας και κάθε προσπάθειας, με απώτερο στόχο την αύξηση της επιβίωσης.
Η διεξαγωγή κλινικών μελετών απαιτεί την αγαστή συνεργασία των αρχών, του επιστημονικού προσωπικού και των ασθενών, των χορηγών, των εταιρειών που επιβλέπουν την διεξαγωγή κλινικών μελετών αλλά και των συλλόγων ασθενών.
Πρόκειται για μια ανθρώπινη αλυσίδα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που οδηγεί στα επιθυμητά αποτελέσματα. Η περαιτέρω αύξηση των κλινικών μελετών στην Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει ποικιλοτρόπως και στην αναπτυξιακή προοπτική της χώρας με την εισροή σημαντικών κεφαλαίων, την αύξηση της απασχόλησης, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και εξειδικευμένων ειδικοτήτων, αλλά και την ενσωμάτωση της διεθνούς τεχνογνωσίας στο ελληνικό αναπτυξιακό πρότυπο.
Η κλινική έρευνα αποτελεί τεκμηριωμένα μια από τις πλέον παραγωγικές επενδύσεις με εξαιρετικά υψηλή προστιθέμενη αξία για την πραγματική οικονομία της χώρας. Οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας στον τομέα των κλινικών μελετών έχουν επίπτωση και σε μεγέθη της πραγματικής οικονομίας.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψιν τους κατάλληλους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι κάθε νέα δοκιμή οδηγεί σε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, με ποσό πολλαπλάσιο του αρχικού που εισάγεται στη χώρα μας. Αν η χώρα μας ακολουθούσε το παράδειγμα του Βελγίου ή της Τσεχίας (χώρες με αντίστοιχους πληθυσμούς), με τα οικονομικά οφέλη που λαμβάνουν πίσω, μπορούν να χρηματοδοτήσουν μεγάλο μέρος του νοσοκομειακού συστήματος της χώρας.
Με δεδομένο ότι οι Έλληνες επιστήμονες είναι πολύ αξιόπιστοι και αναγνωρίσιμοι στο εξωτερικό, είναι απαραίτητη η δημιουργία ευνοϊκού πλαισίου για την προσέλκυση διεθνών επενδύσεων, προκειμένου να πολλαπλασιαστεί η επένδυση στην Κλινική Έρευνα από τους Έλληνες επιστήμονες.
Επίσης, είναι σημαντική η εξάλειψη της γραφειοκρατίας που χαρακτηρίζει τη διαδικασία κλινικών δοκιμών στη χώρα μας και προκαλεί αποκλίσεις στα χρονοδιαγράμματα, η ψηφιοποίηση των ιατρικών αρχείων, η απόδοση κινήτρων στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό που πρόκειται να απασχοληθεί, η ευαισθητοποίηση- ενημέρωση του διοικητικού προσωπικού, και η δια βίου εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα με το Μεταπτυχιακό πρόγραμμα των «Κλινικών Μελετών» που συντονίζει η Θεραπευτική Κλινική (Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ) στο Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα».
Τέλος, στον τομέα των αιματολογικών κακοηθειών και των καρκίνων των συμπαγών οργάνων, χάρη στην εξέλιξη της επιστήμης μέσω των προκλινικών και κλινικών μελετών, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός ασθενών δεν αντιμετωπίζεται πλέον μόνο με χημειοθεραπεία αλλά και άλλες θεραπείες.
Τέτοια φάρμακα είναι νεότερες στοχεύουσες θεραπείες, δηλαδή μικρομοριακοί αναστολείς ενδοκυττάριων ενζύμων, μονοκλωνικά αντισώματα, μονοκλωνικά αντισώματα συζευγμένα με χημειοθεραπευτικά φάρμακα και ανοσοθεραπευτικές προσεγγίσεις δηλαδή μονοκλωνικά αντισώματα έναντι των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος, αμφιειδικά αντισώματα και κυτταρικές θεραπείες (CAR-T κύτταρα).
Όλα αυτά είτε έχουν λάβει την έγκριση της κυκλοφορίας τους και στη χώρα μας, αλλά αν δεν έχουν λάβει ακόμη έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές, παρέχονται στο πλαίσιο κλινικών μελετών σε πολλά κέντρα της χώρας, πάντα προς όφελος του ασθενή.