Όταν οι ερευνητές διερευνούν εάν κάποιες συμπεριφορές έχουν γενετικό υπόβαθρο, συνήθως μελετούν άτομα με διαφορετικούς βαθμούς γενετικών σχέσεων όπως μονοζυγωτικά ή αλλιώς πανομοιότυπα δίδυμα και διζυγωτικά. Τα πρώτα μοιράζονται το 100% των γονιδίων τους και τα δεύτερα περίπου το 50%, όπως και τα μη δίδυμα αδέρφια. Και οι δύο τύποι διδύμων θεωρείται ότι μοιράζονται ένα κοινό οικογενειακό περιβάλλον.
Μία από τις πρώτες μελέτες που εξέτασε εάν η απιστία μπορεί να έχει γενετικό υπόβαθρο, αποκάλυψε ότι κατά 41%, η απιστία οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, με τα πανομοιότυπα δίδυμα να έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να απιστήσουν. Αντίθετα, το κοινό περιβάλλον ανατροφής δεν φάνηκε να παίζει κάποιο ρόλο.
Μάλιστα, οι ερευνητές που μελέτησαν περισσότερα από 1.600 ζευγάρια διδύμων σημείωσαν ότι οι εκτιμήσεις κληρονομικότητας για την απιστία καθώς και ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων ήταν παρόμοιες με τις εκτιμήσεις για γενετικές επιδράσεις στην αρτηριακή πίεση, τους πονοκεφάλους ημικρανίας και την κατάθλιψη.
Παρόμοια έρευνα στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 7.000 δίδυμοι Φινλανδοί, το 9,8% των ανδρών και το 6,4% των γυναικών ανέφεραν ότι είχαν δύο ή περισσότερους σεξουαλικούς συντρόφους ταυτοχρόνως. Τα ποσοστά συμφωνίας ήταν και εδώ υψηλότερα για τα πανομοιότυπα δίδυμα, υποδηλώνοντας τη συμβολή των γονιδίων στην απιστία.
Ως προς τις εκτιμήσεις κληρονομικότητας βρέθηκε ότι το 63% της διακύμανσης της απιστίας οφειλόταν σε γενετικούς παράγοντες για τους άνδρες.
Ποιο είναι το γονίδιο της… απιστίας;
Ίσως τα γονίδια που σχετίζονται με τον ενθουσιασμό που προκαλεί ο κίνδυνος και το ρίσκο να είναι υπεύθυνα, με τους ερευνητές ωστόσο να μην έχουν καταλήξει σε πλήρη συμφωνία και με κάποιους να δηλώνουν χαρακτηριστικά πως οι γενετικές συσχετίσεις δεν πρέπει να θεωρούνται «απόδειξη» για την ύπαρξη ενός γονιδίου… εξαπάτησης.
Σε παλαιότερη μελέτη, μια παραλλαγή στο γονίδιο του υποδοχέα της ντοπαμίνης D4 συσχετίστηκε με μεγαλύτερη πιθανότητα απιστίας τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Τα άτομα με αυτή τη γενετική παραλλαγή έδειξαν επίσης ισχυρότερες αποκρίσεις «επιθυμίας» σε ερεθίσματα όπως το φαγητό και το αλκοόλ σε άλλη έρευνα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλα τα άτομα με αυτήν τη γενετική παραλλαγή εμφανίζουν τέτοιες αντιδράσεις και συμπεριφορές, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές.
Η συμπεριφορά μας καθορίζεται από τα γονίδιά μας;
Συμπερασματικά, οι έρευνες δείχνουν ότι η απιστία σχετίζεται με τη γενετική. Οι επιστήμονες μάλιστα αναφέρουν πως δεν είναι τυχαία η ύπαρξή της στην εξελικτική μας ιστορία.
Από την άλλη πλευρά, ξεκαθαρίζουν πως αν και αυτές οι μελέτες υποδηλώνουν μια ισχυρή γενετική βάση για την άπιστη συμπεριφορά, δεν υποδηλώνουν ότι η συμπεριφορά μας καθορίζεται εξ ολοκλήρου από τα γονίδιά μας. Απλώς πως ένα μέρος της μπορεί να αποδοθεί σε γενετικές επιρροές.