Ένας άνθρωπος ήρεμος, μια δημοσιογράφος χαμηλών τόνων και υψηλών προδιαγραφών και μια δυναμική προσωπικότητα που ασκεί γοητεία και προσφέρει εμπιστοσύνη και αλήθεια στον συνομιλητή της. Η Δώρα Αναγνωστοπούλου είναι ένα… πολύτιμο δώρο για τη δημοσιογραφία, για τους συνεργάτες της αλλά και τους ανθρώπους που τη γνωρίζουν.

Με διπλό ρόλο, ως newscaster στο μεσημεριανό δελτίο του Mega αλλά και παρουσιάστρια της δικής της εκπομπής «Mega stories», μας μίλησε για την αγάπη της για το επάγγελμά της, την τηλεόραση, τον προσωπικό της χρόνο, τη μητρότητα και πώς αντιμετωπίζει τα χρόνια που περνούν, τον χώρο της και την αναγνωρισιμότητα.

Τέταρτη σεζόν «Mega stories», 60 επεισόδια. Τι σου αρέσει σε αυτή την εκποµπή;

Απολογιστικά να σου πω ότι, επειδή δεν είχα βγει ποτέ εκτός στούντιο, δεν έχω φάει τα παπούτσια μου στο πεζοδρόμιο, από μόνη της η κάθε εκπομπή ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία για μένα, το να συναναστραφώ, δηλαδή, με ανθρώπους και να προσπαθώ να μπω στις ζωές τους, στις ιστορίες τους, στη θέση τους, και να τους ακούσω. Αυτό είναι κάτι που εγώ έτσι και αλλιώς το κάνω στη ζωή μου: Μου αρέσει να ακούω, να προσπαθώ να καταλάβω τι οδηγεί τους ανθρώπους σε συγκεκριμένες αποφάσεις ή στη στάση που κρατούν σε κάποια πράγματα. Αυτή ήταν η μεγάλη γοητεία.

Ποιες ιστορίες του «Mega stories» ξεχωρίζεις και γιατί;

Από όλες τις εκπομπές κάτι παίρνουμε. Όλες οι εκπομπές κάτι άφησαν. Ποια να πρωτοθυμηθώ; Είχαμε κάνει μια εκπομπή για την αναπηρία και μια κοπέλα που είχαμε μιλήσει μου είχε πει: «Χόρεψα για πρώτη φορά. Στάθηκα όρθια και κατάφερα να χορέψω. Και όταν με είδε η μητέρα μου να χορεύω, το πρόσωπό της ήταν σαν ένα γυαλί που έσπασε, γιατί δεν μπορούσε να δει τη δική μου χαρά και έβλεπε μόνο ότι εγώ δεν μπορώ να γίνω μπαλαρίνα». Ή στην εκπομπή για την ανακουφιστική φροντίδα, όπου οι γονείς ένιωθαν ότι το παιδί τους σβήνει, αφού πλέον οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, ήταν συγκλονιστικό πώς οι νοσηλευτές και οι γονείς προσπαθούσαν με φοβερό κόπο και πόνο καθημερινό να δώσουν σε αυτό το παιδί ανάσες ώστε να κοιμάται καλά το βράδυ, για να τους δίνει ένα χαμόγελο ακόμα. Και αυτό το πράγμα τούς αλλάζει όλη την καθημερινότητα, όλο το σύμπαν τους.

Ξεχωρίζω επίσης την ιστορία του Ζακ Κωστόπουλου, όταν είχαμε μιλήσει με τη μητέρα του και μας έλεγε ότι μιλούσε για τον δικό της Ζαχαρία και για το πώς το βιώνει μια μητέρα που βλέπει συνέχεια, λούπα στην τηλεόραση, τη δολοφονία του γιου της, αλλά και την ιστορία του Αντώνη Καρυώτη –μια περίπτωση που με σόκαρε– τώρα, που δεν συζητείται πλέον πάρα πολύ. Αυτή είναι η δυστυχία ενός θέματος επικαιρότητας, ο κόσμος ξεχνάει εύκολα.

Αυτές τις δύσκολες ιστορίες που ερευνάς πώς τις «µεταβολίζεις» συναισθηµατικά, πώς τις φιλτράρεις µέσα σου;

Όταν συναναστρέφεσαι ανθρώπους που έχουν πονέσει, πραγματικά, μόνο δύναμη παίρνεις από εκείνους. Παίρνω μαθήματα. Σίγουρα υπάρχει απογοήτευση για την κοινωνία, για τους χειρισμούς της πολιτείας σε κάποια θέματα, για τη δικαιοσύνη, όμως, η ουσία είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν με πάρα πολλή δύναμη τα όσα τους συμβαίνουν.

Εσύ, ως δηµοσιογράφος, σ’ έναν χώρο πραγµατικά αδηφάγο, όπως αυτός της δηµοσιογραφίας, αλλά και ως ένα καλό παιδί, πώς επιβιώνεις, πώς ξεχωρίζεις;

Μου αρέσει να μου λένε ότι είμαι καλό παιδί. Το χαίρομαι πραγματικά. Γιατί θεωρώ ότι δεν πρέπει να είναι παράξενο να υπάρχουν καλά παιδιά σε αυτόν τον χώρο, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο, αλλά πόσο μάλλον σε έναν χώρο ανταγωνιστικό, όπως αυτός της τηλεόρασης. Βέβαια, από την άλλη, θα σου πω ότι κάποτε με ενδιέφερε πολύ η αγάπη των άλλων, η γνώμη τους, η αποδοχή. Τώρα δεν με απασχολεί τόσο πολύ.
Δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι έχω αρχίσει να βάζω κάποια όρια ή αν μεγαλώνω και βλέπω τη ζωή διαφορετικά.

Κοιτώντας πίσω τη µέχρι στιγµής πορεία σου, πώς αισθάνεσαι;

Η διαδρομή μου είναι ωραία και τη χαίρομαι. Δεν είχα πολύ δύσκολες συνεργασίες μέχρι τώρα. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί ξέρω συναδέλφους που έχουν δυσκολευτεί πολύ για να «χτίσουν» κάτι σε αυτόν τον χώρο, να κερδίσουν κάτι επαγγελματικά. Εγώ θεωρώ ότι είμαι τυχερή. Οπότε και αυτό έχει μια σημασία. Δεν αναλώθηκα πάρα πολύ, δεν πληγώθηκα πάρα πολύ μέσα μου. Προσπαθούσα, δηλαδή, τις ευκαιρίες που μου δίνονταν να τις αξιοποιώ. Τώρα κάποιες φορές τις αξιοποίησα όσο το δυνατόν καλύτερα, κάποιες άλλες όχι και τόσο. Ο λογαριασμός πάντα γίνεται στο τέλος. Είμαστε ακόμα στη μέση της διαδρομής και προσπαθώ αυτήν τη δουλειά να την κάνω όσο πιο δημιουργικά γίνεται.

Είσαι µια όµορφη δυναµική γυναίκα που έχει πατήσει γερά στα πόδια της από το ξεκίνηµά της µέχρι σήµερα. Έχεις βιώσει οποιασδήποτε µορφής παρενόχληση, κακοποίηση ή σεξισµό;

Σεξισμό, ναι. Είναι κάτι το οποίο το αντιλαμβάνεσαι στον τρόπο που θα σε αντιμετωπίσει ο άλλος, στις φράσεις που θα χρησιμοποιήσει, στο βλέμμα του, αν θα σε κοιτάξει στα μάτια ή όχι. Έχουν υπάρξει άνθρωποι με τους οποίους είχα συνεργαστεί ή είχε χρειαστεί να συνεργαστώ και έβλεπα μια απαξίωση από μεριάς τους, η οποία οφειλόταν καθαρά και μόνο στο γεγονός ότι είμαι γυναίκα.

Σπούδασες Κοινωνιολογία και Δηµοσιογραφία, στο Ουρµπίνο, στην Ιταλία. Πώς επέλεξες για τις σπουδές σου την Ιταλία, αλλά και το συγκεκριµένο αντικείµενο;

Από μικρή, μου άρεσε πολύ η δημοσιογραφία. Έγραφα, πολύ. Η κοινωνιολογία πάλι προέκυψε γιατί είχα τη δυνατότητα να φοιτήσω σε δύο σχολές ταυτόχρονα. Υπήρχαν κάποια κοινά μαθήματα και στις δύο σχολές και μου άρεσε πολύ το αντικείμενο. Η Ιταλία προέκυψε γιατί η αδελφή μου έδινε πανελλήνιες και, ενώ ήταν άριστη μαθήτρια, είχαμε ζήσει όλο το δράμα των πανελληνίων. Την έκοβε η έκθεση. Κάποια στιγμή ήταν να πάμε μαζί στην Ιταλία. Τελικά έγραψε 19,2 στην έκθεση, οπότε έμεινε στην Αθήνα και πήγα μόνη μου. Την ήξερα, όμως, την Ιταλία. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι με ανταλλαγές μαθητών που είχαμε κάνει στο γυμνάσιο, μια εμπειρία πολύ καθοριστική για εμένα. Είχαμε φιλοξενηθεί σε ιταλικές οικογένειες για 15 ημέρες. Εγώ έμενα μαζί με μια Ιταλίδα λίγο μεγαλύτερη από μένα και τους γονείς της. Εκεί λάτρεψα και τον τρόπο ζωής, και τις συνήθειες της χώρας, τα ζυμαρικά, τις πίτσες, αλλά και την εφηβική μου ανεξαρτησία.

Η Ιταλία όµως συνδέεται και µε έναν έρωτα…

Τον σύζυγό μου, τον Περικλή (σ.σ. Δημητρολόπουλο). Ο Περικλής είναι μεγαλύτερός μου οχτώ χρόνια. Το λέω αυτό γιατί, όταν εγώ πήγα στην Ιταλία, ο Περικλής έφευγε έχοντας σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Υπήρχε πολλή συμπάθεια αλλά όχι σχέση. Η πρώτη εικόνα που έχω από εκείνον είναι στην κεντρική πλατεία του Ουρμπίνο· ήταν ο μόνος Έλληνας που διάβαζε εφημερίδες κάθε Κυριακή. Καθόταν σε κάτι σκαλάκια, θυμάμαι. Η γνωριμία μας ήταν πολύ σύντομη τότε. Μετά ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Βρεθήκαμε τυχαία στην Αθήνα όταν εγώ ήμουν στη μέση των σπουδών μου. Περπατούσα στον δρόμο και πέρασε εκείνος με τη μηχανή του. Παρόλο που φορούσε κράνος, τον αναγνώρισα και του φώναξα. Πήγαμε για καφέ και όλα τα άλλα είναι ιστορία. Αυτά είναι τα περίεργα της ζωής.

Και τώρα πια, παντρεµένοι µε παιδιά και στον ίδιο χώρο, της δηµοσιογραφίας… Πόσο δύσκολο είναι αυτό;

Ο Περικλής είναι σε εφημερίδα, διευθυντής σύνταξης στο «Βήμα». Εγώ στην τηλεόραση. Δεν υπήρξε ποτέ ανταγωνισμός. Μόνο κατανόηση και στήριξη. Εκείνος βλέπει πώς δουλεύω και εγώ πώς δουλεύει εκείνος και συμβουλεύουμε ο ένας τον άλλο. Θα του πω εγώ για ένα κείμενο, θα μου πει εκείνος για μια εκπομπή. Το κακό είναι ότι δουλεύουμε και οι δύο πάρα πολύ και πολλές ώρες, οπότε αυτό δυσκολεύει τη ροή της καθημερινότητας.

Αυτό πώς λειτουργεί µε τα παιδιά;

Όταν εγώ ξεκίνησα στα πολύ δύσκολα με το κεντρικό δελτίο της ΕΡΤ, τα έκτακτα δελτία που κάναμε νυχθημερόν, που έφευγα 2 η ώρα μες στη νύχτα, και με την οικονομική κρίση να φεύγω χαράματα από το σπίτι ή να λέω δελτία στις 6 το πρωί. Αυτά τα ωράρια δεν βοηθούσαν. Όμως στα δύσκολα των παιδιών, με θυμάμαι εκεί. Αυτά ξεκίνησαν όταν ο Νικόλας ήταν 8 χρόνων περίπου, τότε που ήμουν στο κεντρικό δελτίο και τα ωράρια πραγματικά ήταν απίθανα και εξοντωτικά και το άγχος στα ύψη. Γιατί το ωράριο παλεύεται. Μπορείς, δηλαδή, να είσαι στη δουλειά και το μυαλό σου να είναι στο σπίτι, να παίρνεις τηλέφωνο και να ελέγχεις την κατάσταση. Το πρόβλημα είναι όταν το μυαλό σου είναι απασχολημένο. Όταν έχεις άγχος, όταν έχεις πίεση, όταν κάτι δεν κυλάει καλά τέλος πάντων. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα.

Τι µαµά είσαι;

Άνετη θέλω να πιστεύω και έχουμε πετύχει και μια ισορροπία με τον Περικλή να εναλλάσσουμε τους ρόλους του «κακού» και του «καλού» – και με τα κολλήματά μας φυσικά. Αυτό που θέλουμε να ξέρουν τα παιδιά είναι ότι μας ενδιαφέρει να έχουν παιδεία και να επενδύσουν στη γνώση. Από εκεί και πέρα, αν οι βαθμοί είναι λίγο χειρότεροι, λίγο καλύτεροι, δεν μας νοιάζει. Θέλουμε όμως να καταλάβουν ότι η γνώση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να ανοίξουν τους ορίζοντές τους. Και φυσικά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να μην είναι αδιάφορα παιδιά, να έχουν ενσυναίσθηση, να είναι μέσα στη ζωή, να κυκλοφορούν, να είναι κοινωνικά.

Εσύ τώρα, και ως δηµοσιογράφος που καθηµερινά διαχειρίζεσαι θέµατα εφηβικής βίας αλλά και ως µαµά, για ποιο πράγµα ανησυχείς;

Για το απρόβλεπτο κακό που μπορεί να έρθει κάποια στιγμή στη ζωή τους. Αυτό που δεν μπορεί να ελέγξει καμία μαμά. Δεν γίνεται να κλειδώσουμε τα παιδιά στο σπίτι. Μπορούμε να τους πούμε να προσέχουν ή να μην κάνουν παρακινδυνευμένες βόλτες. Εγώ, αν με ρωτούσες ποια κατάκτηση θεωρώ ότι έχω πετύχει ως γονιός, είναι τα παιδιά να μου λένε την αλήθεια. Δεν μπορείς να τους φρενάρεις. Εύχεσαι να μην τους συμβεί ποτέ τίποτα, αλλά το μόνο εργαλείο που έχουμε είναι να είμαστε ουσιαστικά κοντά τους και να μπορούν να μας μιλούν.

Πάντως, δεν φαίνεσαι αγχώδης άνθρωπος

Είμαι όμως. Γιατί πάντα θέλω, όταν αναλαμβάνω κάτι, να είμαι πολύ καλή σε αυτό. Και γι’ αυτό αυτολογοκρίνομαι πάρα πολύ, κυρίως γιατί νιώθω ευθύνη απέναντι στον τηλεθεατή όταν είμαι στο δελτίο. Είμαι αυστηρός κριτής του εαυτού μου. Για παράδειγμα, τα λάθη που αναπόφευκτα γίνονται στον αέρα, γιατί δεν παύεις να είσαι άνθρωπος και δεν μπορείς πάντα να διαχειριστείς την είδηση με τον τρόπο που θα ήθελες αλλά και γιατί η πληροφορία εξελίσσεται, εμένα την επόμενη ημέρα, επειδή έχω αυτή την «πετριά», θα με παιδέψουν λίγο παραπάνω ή θα με στεναχωρήσουν. Τώρα, βέβαια, το άγχος είναι κάτι το οποίο δουλεύω, το έχω μετριάσει σε σχέση με παλιότερα, όταν ήμουν μικρή.

Την προσωπική σου βελτίωση είναι κάτι που την κατακτάς µόνη σου ή µε τη βοήθεια κάποιου ειδικού;

Μόνη μου. Η αλήθεια είναι ότι έχω προσπαθήσει να μπω μια φορά σε διαδικασία ψυχοθεραπείας, αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί δεν μου είναι πολύ εύκολο να ανοιχτώ.

Με όλα αυτά που κάνεις, σου µένει καθόλου ελεύθερος χρόνος;

Ναι, μου μένει. Πάω πολύ σινεμά και προσπαθώ να γυμνάζομαι. Έκανα κολύμβηση στην Ιταλία και, όταν ήμουν μικρή, έπαιζα βόλεϊ στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας. Ήταν φοβερή εκτόνωση και το τελευταίο άθλημα που έκανα ως παιδί. Όταν έφυγα για σπουδές, ξεκίνησα να κάνω αεροβική στο νερό. Μου άρεσε, αλλά είχε μια χρονοβόρα διαδικασία, ειδικά μετά την προπόνηση, άσε που γενικά κρυώνω πολύ. Τα τελευταία δύο χρόνια το παλεύω με το τένις, με μια φοβερή προπονήτρια, τη Στεφανία. Γιατί παίζει ρόλο να κάνεις και λίγο πλάκα, να βρίσκεις ένα κίνητρο για να ασχολείσαι δύο φορές την εβδομάδα με ένα σπορ – για εμένα τουλάχιστον, που δεν είμαι τελείως αθλητικός τύπος. Με τη Στεφανία, λοιπόν, τις μισές ημέρες κάνουμε πλάκα γιατί της λέω «δεν θα βρέξει;», για να αποφύγω την προπόνηση. Και μέχρι στιγμής, δεν έχει βρέξει ποτέ στις προπονήσεις μας για να την κοπανήσω.

Προσέχεις τη διατροφή σου;

Παλιότερα δεν την πρόσεχα καθόλου, αλλά τώρα, μεγαλώνοντας, έχω μπει σε μια διαδικασία να την προσέχω. Προσπαθώ να αποφεύγω τη ζάχαρη, να βάζω περισσότερο τις σαλάτες στο μενού και περισσότερη πρωτεΐνη. Υπάρχουν βέβαια και οι φορές που οι έτοιμες σαλάτες χαλάνε μέσα στη συσκευασία τους, πριν καν τις ανοίξω. Το κακό είναι ότι είμαι πολύ γλυκατζού, μου αρέσουν όλα τα γλυκά, αλλά η αδυναμία μου είναι η σοκολάτα.

Μαγειρεύεις;

Μου αρέσει να μαγειρεύω όταν θέλω να καλέσω φίλους στο σπίτι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι έχω κουραστεί πλέον να φτιάχνω μακαρόνια με κιμά, μακαρόνια με σάλτσα και σνίτσελ. Δηλαδή τα φαγητά της καθημερινότητας και αυτά που θέλουν τα παιδιά να φάνε για να ζήσουν. (γέλια)

Να γυρίσουµε στην τηλεόραση. Σου αρέσει ο εαυτός σου στο γυαλί και πώς βιώνεις την έκθεση;

Μου αρέσει ο εαυτός μου. Πάντα μου άρεσε. Δεν έδινα όμως ποτέ πολλή σημασία στην εξωτερική εμφάνιση. Εκεί έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι γονείς μου. Γιατί, όταν ήμαστε μικρά παιδιά με την αδελφή μου και πηγαίναμε επίσκεψη, έλεγαν «Α, τι όμορφα τα κορίτσια σου, μπράβο» και η μητέρα μου απαντούσε «Καλές είναι, καλά παιδιά». Δεν μας επαινούσαν για την ομορφιά μας. Αυτό εξαρτάται και από τον χαρακτήρα του παιδιού, πώς θα το αντιληφθεί και θα το φιλτράρει. Εμένα δεν με ταλαιπώρησε και άρα δεν με αγχώνει σήμερα πια και το κομμάτι της έκθεσης. Περισσότερη αγωνία έχω για το πώς θα τα πω και πώς θα σταθώ μπροστά στην κάμερα, παρά για το πώς θα φαίνομαι.

Την επαφή µε τον κόσµο εκτός τηλεόρασης πώς τη βιώνεις;

Είχε πολλή πλάκα παλιότερα γιατί με συναντούσαν άνθρωποι και προσπαθούσαν να καταλάβουν από πού γνωριζόμαστε. Με ρωτούσαν «μήπως πηγαίναμε σχολείο μαζί, μήπως πήγαινες διακοπές εκεί»… Εγώ δεν ήθελα να τους πω ότι με ήξεραν από την τηλεόραση. Ντρεπόμουν. Αφηνόμουν λοιπόν σε ατέλειωτες συζητήσεις μέχρι να αντιληφθούν μόνοι τους ότι με έχουν δει στην τηλεόραση. Αυτό γινόταν για πάρα πολλά χρόνια. Τώρα, στο Mega, με αναγνωρίζουν περισσότερο και είναι όμορφο συναίσθημα. Συχνά μου λένε «ο μπαμπάς μου και η μαμά μου σε παρακολουθούν και σου έχουν αδυναμία». Μου αρέσει αυτό. Όπως επίσης μου αρέσει όταν ένας καλεσμένος στην εκπομπή που δεν ανοίγεται εύκολα μου πει ότι αισθάνθηκε καλά και με ευχαριστήσει για αυτό. Αυτό είναι μεγάλη έννοια μου. Να αισθάνομαι ότι ο άλλος με εμπιστεύεται, να νιώθει και εκείνος ότι αυτό που θέλει να σου ακουμπήσει θα το αντιμετωπίσεις με σεβασμό.

Πώς σκέφτεσαι τον εαυτό σου τα επόµενα δέκα χρόνια της ζωής σου;

Τα επόμενα δέκα χρόνια θέλω να είμαι ακόμη στο επάγγελμά μου για να μπορώ να στηρίξω τις σπουδές των γιων μου, αλλά και να εκπληρώσω αυτά που θέλω και εγώ. Μετά όμως, όταν αισθανθώ, δηλαδή, ότι δεν υπάρχουν υποχρεώσεις, έχω πολλά σχέδια. Κατ’ αρχάς θέλω να ζήσω εκτός Αθηνών. Σε κάποιο νησί. Και αυτό είναι ένα πλάνο που πρέπει να αρχίσω να το δουλεύω σιγά σιγά. Νομίζω ότι και ο Περικλής θα το ήθελε.

Έχεις κάποιο µότο που σε ενδυναµώνει όταν το σκέφτεσαι;

Γενικά δεν μου αρέσουν ούτε οι συμβουλές ούτε τα μότο. Γιατί η ζωή σού επιβεβαιώνει διαρκώς πως, ό,τι σχέδιο κι αν κάνεις, κάποιος γελάει από πάνω. Όμως επειδή είμαι ένας αναβλητικός άνθρωπος, νομίζω ότι το μότο που μου ταιριάζει είναι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός». Ευτυχώς δεν το λέω πολύ συχνά.

*ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΡΗ ΑΚΡΙΤΙΔΗ,
*ΜΑΚΙΓΙΑΖ-ΜΑΛΛΙΑ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΙΧΟΠΑΝΟΥ