5 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Πέντε σημαντικοί έλληνες συγγραφείς γράφουν το δικό τους διήγημα για τις μέρες του Πολυτεχνείου αποκλειστικά για το «ΒΗΜΑ» και τους αναγνώστες του.
Χρήστος Αστερίου, Νίκος Α. Μάντης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Αλέξης Πανσέληνος, Χρήστος Α. Χωμενίδης
Μια συλλεκτική έκδοση από το «Βήμα στη Λογοτεχνία».
Μισός αιώνας Πολυτεχνείο
Ένα λογοτεχνικό πλησίασμα με χιούμορ και σεβασμό
Ένας δημοσιογράφος στη δύση της καριέρας του, ένας «μαχητής της παλιάς φρουράς», εργάστηκε επί τέσσερις δεκαετίες με ευσυνειδησία, αλλά τη μεγάλη επιτυχία, κακά τα ψέματα, δεν την έκανε ποτέ. Ώσπου το 2021 αποφασίζει να κλείσει την καριέρα του με εντυπωσιακό τρόπο, κάτι που ασφαλώς δεν θα είχε συμβεί αν δεν του είχε χαμογελάσει πλατιά η θεά Τύχη. Ανέλπιστα, φτάνει στα χέρια του ένα «απόρρητο έγγραφο ανεκτίμητης αξίας», προερχόμενο από τα στρατιωτικά αρχεία. Προκύπτει ότι αμέσως μετά την εισβολή του στρατού στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973 ένα τεθωρακισμένο δεν επέστρεψε στη βάση του. Όχι μόνο δεν επέστρεψε, αλλά εξαφανίστηκε και από προσώπου γης. Αγνοούνταν μάλιστα και δύο οπλίτες που επέβαιναν σε αυτό. Ο Χρήστος Αστερίου στο διήγημά του Το χαμένο τανκ ξετυλίγει με αδιόρατο, λεπταίσθητο σαρκασμό το νήμα αυτής της παράξενης περιπέτειας, δημιουργώντας παράλληλα μια ταιριαστή, ελεγχόμενη ατμόσφαιρα μυστηρίου, που το καθιστά συναρπαστικό. Λοιπόν, τι συνέβη; Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής επιδίδεται σε μια παθιασμένη έρευνα και δεν διστάζει να ταξιδέψει μέχρι τη Γερμανία προκειμένου να βρει την απάντηση. Οδηγείται έτσι στη βιωματική μαρτυρία ενός απλού ανθρώπου, ο οποίος εμφανίζεται ως «πρόσφυγας της χούντας, όχι κανένας ήρωας». Το τέλος αυτής της ιστορίας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ευτράπελο, φοβερό και συνάμα συγκινητικό. Η «Φωνή» του Νίκου Α. Μάντη αρχίζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο Facebook. Ο ήρωας, γεννημένος το 1973, λαμβάνει ψηφιακή πρόσκληση για μια συγκέντρωση παλιών συμμαθητών, ένα «reunion τριακονταετίας». Αμφιταλαντεύεται βεβαίως, δεν ξέρει αν θα ήθελε, κοντά στα πενήντα του πλέον, όντως να παραστεί σε κάτι τέτοιο. Συγχρόνως θυμάται, επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν «η νίκη του ΠΑΣΟΚ» ήταν ακόμα «πρόσφατη μνήμη». Εκείνη την περίοδο της «Αλλαγής» επρόκειτο να εορταστεί για πρώτη φορά «μια καινούργια σχολική αργία», δηλαδή η «17 Νοέμβρη». Τότε ο Σπύρος, ένας φίλος τον οποίο ο ήρωας θαύμαζε και ήθελε απεγνωσμένα να του μοιάσει, ο Σπύρος που ετύγχανε δε γιος διοικητή της Αστυνομίας, καλεί την παρέα των αγοριών και της εκθέτει ένα μυστικό σχέδιο, ένα σχέδιο υπονόμευσης και ανυποταγής, για να μη «χαρίσουμε την ψυχή μας» και να μη «συμμορφωθούμε με τις κομμουνιστικές μαλακίες τους». Τα πράγματα ωστόσο δεν εξελίσσονται όπως ακριβώς θα ήθελε ο Σπύρος εξαιτίας ενός άλλου φίλου τους, του ατίθασου, ξανθομάλλη Αρτέμη. Το συγκεκριμένο διήγημα κλείνει με μια αιματηρή αναμέτρηση που δεν ξεχάστηκε και κατοπινές πικρές διαπιστώσεις. Ο συγγραφέας συνθέτει ένα κείμενο ξεκαρδιστικό αλλά και δηκτικό που επιπλέον διαθέτει μια πολύσημη αλληγορική υφή, ξεγυμνώνοντας πλείστες σημερινές κακοδαιμονίες.
Στο πληθωρικό «Point Roller», ένα διήγημα που φλερτάρει ανατρεπτικά με το έντεχνο ψυχολογικό θρίλερ, η Αμάντα Μιχαλοπούλου δίνει τον λόγο σε μια γυναίκα που, όπως οι περισσότερες της γενιάς της, έχει την εσωτερικευμένη τάση να απολογείται. Το γνωρίζει όμως αυτό διότι εκτός των άλλων διδάσκει και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο. Είναι πενηντάρα και την παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια μιας ερωτικής συνάντησης με έναν μάλλον ανώριμο σαραντάρη. Στην πραγματικότητα τη βλέπουμε (και εισχωρούμε στις θυελλώδεις σκέψεις της) ενόσω η ίδια γυρίζει στο σπίτι της έχοντας παρατήσει σύξυλο τον άντρα στη Γλυφάδα. Ας σταθούμε τώρα στο «εργαλείο» του, «μια πλαστική κρεμάστρα από το τηλεμάρκετινγκ με ρόδες τρακτερωτές», με την οποία επιχείρησε να την ανακουφίσει, να ξεκουράσει τη Ρόζα (έτσι ονομάζεται η ηρωίδα, καθώς η αριστερή της οικογένεια φρόντισε να τη βαφτίσει έχοντας κατά νου την επαναστάτρια Λούξεμπουργκ). Η συγγραφέας μετουσιώνει κυριολεκτικώς την πλάτη της Ρόζας σε νευραλγικό καμβά, πάνω στον οποίο ζωντανεύει το παρελθόν, με αποτέλεσμα σταδιακά να ενεργοποιηθεί ένα κληροδοτημένο τραύμα που σχετίζεται με το αδόκητο τέλος του αδερφού της Πέτρου. Από το σώμα ενός ατόμου η αφήγηση διευρύνεται και αγκαλιάζει διακριτικά, μα και τόσο ουσιαστικά, την κοινωνική ιστορία και το συλλογικό φαντασιακό, με ένα ύφος παιγνιώδες αλλά και ποιητικό.
Ο Αλέξης Πανσέληνος στο διήγημα «Ο Μάκης» μάς προσφέρει ένα ακόμα δείγμα της απέριττης μαστοριάς του αλλά και της σοφής, επεξεργασμένης ειρωνείας του. Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται στο κέντρο της Αθήνας, λίγο πριν την εξέγερση στο Πολυτεχνείο. Στο επίκεντρο βρίσκεται μια ομάδα δημοκρατικών και προοδευτικότατων φοιτητών που συχνάζει στη Φωκίωνος Νέγρη, στην Κυψέλη, και ένας τύπος «που τον κάναμε παρέα για την πλάκα μας». Αυτός είναι ο Πρωτόπαπας, ο Μάκης του τίτλου, ένας «απολίτικος γλεντζές», ένας «πλεϊμπόι», ένας «φλώρος», οι έγνοιες του οποίου περιορίζονται σε κέντρα διασκεδάσεων και απολαύσεων, μηχανές και αυτοκίνητα. Πλην όμως στην οικογένεια του Μάκη ήταν όλοι «χουντικοί», μάλιστα «ο θείος από την πλευρά της μάνας του δούλευε στην ΚΥΠ», οπότε πέραν της πλάκας, χρειαζόταν και προσοχή, αντιλαμβάνεστε. Κάποια στιγμή αναδύεται η Ρηνιώ, φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής, «μια αριστερή Κολωνακιώτισσα» με αρκούντως ριζοσπαστικό φρόνημα και εξόχως μυστηριώδη αύρα. Ο Μάκης την αντικρίζει, παλαβώνει, του πέφτει το σαγόνι και χάνει τα μυαλά του. Ο Μάκης δεν είναι πια ο ίδιος. Ο Μάκης μεταμορφώνεται από τον πόθο. Εν τω μεταξύ η Ρηνιώ μπαίνει στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μοιραίες μέρες. Τι θα κάνει ο Μάκης; Τι θα κάνουν όσοι τον υποτιμούν; Μια αφήγηση με εκπληκτικό μοντάζ, ψυχογραφική δεινότητα και κριτική αντισυμβατικότητα.
Ο Χρήστος Α. Χωμενίδης στο «Δεν θέλω τίποτα να γράψω για το Πολυτεχνείο» εξηγεί τους λόγους για τους οποίους εντέλει δεν κατάφερε, παρότι προσπάθησε, να παραδώσει στο «Βήμα» μια σύντομη μυθοπλασία με αφορμή εκείνη την εμβληματική εξέγερση των σπουδαστών. Βεβαίως, την κατάληξη, το κείμενό του, θα μπορούσαμε να το εντάξουμε στην κατηγορία του ακούσιου αυτομυθοπλαστικού διηγήματος, εν μέρει τουλάχιστον, ασχέτως αν προφανώς ταλαντεύεται εκ των πραγμάτων και προς άλλα είδη, από την επιφυλλίδα και το σύντομο δοκίμιο μέχρι το προσωπικό ημερολόγιο, ενσωματώνοντας και ορισμένες νοσταλγικές αναφορές στη μητέρα και τον πατέρα του. Εδώ πρωταγωνιστεί ένας συγγραφέας και το εργαστήρι του, οι δεύτερες και οι τρίτες σκέψεις του όσον αφορά τα πιθανά υλικά του, κυρίως όμως επικρατεί η εδραιωμένη αμφιβολία του (όχι τόσο επειδή αδυνατεί, αλλά μάλλον επειδή υποψιασμένος διστάζει) να προσεγγίσει μέσα από τη φαντασία και την επινόηση, να διαχειριστεί λογοτεχνικά αν θέλετε, ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός το οποίο θα ήταν προτιμότερο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, να του χαρίσουμε όλοι πολλά ακόμα χρόνια «σιωπής» αν επιθυμούμε να «ξαναβρεί τη λάμψη» του. Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος μαζί του, το κείμενο που έγραψε θίγει ενδιαφέροντα ζητήματα για τη «μνήμη» του Πολυτεχνείου, τις χρήσεις του, τις καταχρήσεις τους, τη διαχρονική, τη σπουδαία αξία του.
Πώς προέκυψε η έκδοση αυτή, με τις πέντε πρωτότυπες συνεισφορές ισάριθμων, γνωστών και σημαντικών, ελλήνων συγγραφέων.
Τον Ιούλιο του 2023, εν όψει της 50ής επετείου από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και στο πλαίσιο του αφιερωματικού σχεδιασμού της εφημερίδας, το Βήμα απηύθυνε –λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τόσο την απαραίτητη πολυφωνία όσο και την ισότιμη εκπροσώπηση, εξυπακούεται αυτό– μια ευγενική πρόσκληση προς εν ενεργεία πεζογράφους μας, γυναίκες και άντρες, όλων των γενεών, όλων των ηλικιών, με σκοπό ακριβώς να συγκροτηθεί ένας συλλογικός τόμος με διηγήματα, σύντομα κείμενα μυθοπλασίας με όριο τις 2.000 λέξεις, τα οποία θα είχαν ως κεντρικό τους άξονα το Πολυτεχνείο: να το πλησιάσουμε ξανά, με τον νου και την καρδιά, και να διερευνήσουμε πώς το βλέπουμε, πώς το αισθανόμαστε αλλά και πώς το φανταζόμαστε ύστερα από μισό αιώνα. Σε εκείνη την επιστολή αποσαφηνίζαμε τη βασική ιδέα του εγχειρήματος, «συγγραφείς που επεξεργάζονται λογοτεχνικά το γεγονός, τις συνέπειες, τις προσλήψεις, τους μύθους, τις αντηχήσεις του μέσα στην Ιστορία». Και συμπληρώναμε, «εννοείται ότι το Πολυτεχνείο είναι το έναυσμα, όχι ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, και δεν θα πρέπει να περιορίσει σε καμία περίπτωση την πορεία της δημιουργικής σκέψης ή της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Η εφημερίδα δίνει απλώς ένα περίγραμμα, εντός του οποίου σας προτρέπει να κινηθείτε με απόλυτη ελευθερία». Οι τελικές ανταποκρίσεις των συγγραφέων ήταν πέντε, αυτές που πρόκειται να διαβάσετε. Η γραφή είναι απρόβλεπτη συνθήκη και ό,τι λέμε έμπνευση ούτε υπαγορεύεται ούτε προκαθορίζεται. Υπάρχουν όμως και ευτυχείς πυροδοτήσεις ή ευτυχείς συγκυρίες, όπως ετούτη εδώ, για την ακρίβεια οι σελίδες που ακολουθούν, κείμενα διαβαστερά, ποιοτικά, στοχαστικά. Όλα ανεξαιρέτως, περισσότερο ή λιγότερο, έχουν δύο κρίσιμα χαρακτηριστικά: χιούμορ και σεβασμό. Καλή ανάγνωση.
Από τον πρόλογο της έκδοσης, του Γρηγόρη Μπέκου
Μαζί
Harper’s Bazaar
Το μεγαλύτερο περιοδικό μόδας στον κόσμο
Η μόδα αγαπάει τις αυστηρές σιλουέτες και τις λαμπερές λεπτομέρειες.
Ενθετο: Casaviva. Οι κυρίαρχες τάσεις στην εσωτερική διακόσμηση.
Εντυπωσιακά κοσμήματα απογειώνουν τα casual σύνολα όλες τις ώρες της ημέρας.
Η διαχρονική γοητεία της δαντέλας παραμένει ακαταμάχητη.
Ακόμη
Η Μαθητική Εφημερίδα της Σάμου
Και