Η λεκτική βία, η οποία αφορά ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που ξεκινούν από αδιαφορία έως φωνές, απειλές, εξυβρίσεις, εξευτελισμό ή ακόμα και εκφοβισμό, εξακολουθεί να λαμβάνει λιγότερη προσοχή από τη σωματική αν και έρευνα που μελέτησε τις επιπτώσεις της στην παιδική ηλικία, αποκάλυψε πως προκαλεί στον εγκέφαλο συγκρίσιμες βλάβες με τη σωματική και τη σεξουαλική κακοποίηση.
Πέραν της παιδικής ηλικίας, η λεκτική βία μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε ηλικία σε συνθήκες που υπάρχει ανισορροπία δύναμης και ένα είδος εξάρτησης.
Ένα παιδί εξαρτάται από τους γονείς του, οι εργαζόμενοι από τους εργοδότες τους, σε έναν γάμο, ο ένας σύζυγος μπορεί να εξαρτάται οικονομικά από τον άλλο κτλ.
Ποιες ακριβώς οι επιπτώσεις της στη λειτουργία του εγκεφάλου και υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε για αυτό;
Οι βλάβες στον εγκέφαλο από τη λεκτική βία
Έρευνα σε νεαρούς ενήλικες αποκάλυψε ότι η λεκτική βία θα μπορούσε να είναι τόσο επιζήμια για τη λειτουργία του εγκεφάλου όσο και η σωματική.
Συγκεκριμένα, οι εγκεφαλικές σαρώσεις έδειξαν ότι η μυελίνη, μια λιποειδής ουσία που βελτιώνει την αποδοτικότητα και επιτρέπει ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων του εγκεφάλου, υπέστη διάβρωση.
Τα τελευταία 20 χρόνια, οι επιστήμονες έχουν αποκαλύψει τις «νευρολογικές ουλές» που μπορούν να αφήσουν στον εγκέφαλο όλες οι μορφές κακοποίησης.
Αυτοί οι αόρατοι με γυμνό μάτι τραυματισμοί μπορούν να εκδηλωθούν στο άτομο ως επιθετικότητα, άγχος, κατάχρηση ουσιών, κατάθλιψη ακόμα και αυτοτραυματισμό.
Η ανάγκη για ασφαλή περιβάλλοντα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά
Όπως τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον από τους φροντιστές τους, έτσι και οι ενήλικες έχουν ανάγκη από μια επικοινωνία που δεν υποτιμά αλλά προάγει την υγιή αυτοαντίληψη και ανάπτυξη.
Ο καθένας χρειάζεται ένα υγιές περιβάλλον και σε λεκτικό επίπεδο.
Παρόλα αυτά, στις μέρες μας ασχολούμαστε κυρίως με το να διασφαλίσουμε την ασφάλεια στο φυσικό περιβάλλον, αλλά δεν ακολουθούμε την ίδια προσέγγιση όσον αφορά το ψυχολογικό- συναισθηματικό.
Εν ολίγοις, τείνουμε να προστατεύουμε το σώμα αλλά όχι τον εγκέφαλο με χώρους εργασίας που μειώνουν τον κίνδυνο τραυματισμού και μας προστατεύουν από πυρκαγιά και άλλες καταστροφές, αλλά όχι από την καταστροφική δύναμη της λεκτικής κακοποίησης.
Εάν είναι αντίθετο με το νόμο να βλάψει κανείς το σώμα κάποιου, θα πρέπει να είναι αντίθετο και το να βλάψει τον εγκέφαλό του.
Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό
Ο καθένας από εμάς μπορεί να προσπαθήσει να επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποιεί, να προσέχει τον τόνο της φωνής του, να μην υποτιμά τους γύρω του, να παίρνει βαθιές αναπνοές πριν φωνάξει, να μην ανταποκρίνεται με αδιαφορία ή σιωπή.
Όταν βλέπουμε έναν ενήλικα να αγνοεί, να «εξοστρακίζει», να ντροπιάζει, να φωνάζει, να απειλεί, να επιπλήττει ή να ταπεινώνει, πρέπει να μιλήσουμε.
Όπως θα μιλούσαμε αν κάποιος άναβε τσιγάρο στη δουλειά, ομοίως είναι σημαντικό να γίνει μια συλλογική προσπάθεια να απαγορεύσουμε την «καρκινική» επίδραση της λεκτικής κακοποίησης στον εγκέφαλο, ξεκινώντας από το άμεσο περιβάλλον μας.