Η μεσογειακή δίαιτα αποτελεί πρότυπο διατροφής παγκοσμίως. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουμε απεμπολήσει τις διατροφικές αυτές αρχές, που εκθειάζονται παγκοσμίως, κι έχουμε υιοθετήσει δυτικόφερτα πρότυπα, προϊόντα κυρίως μάρκετινγκ κι επικοινωνίας. Όλα αυτά ωστόσο μπορούν να αλλάξουν. Το νέο βιβλίο της Αργυρώς και του Τάσου μας δείχνει τον τρόπο και μας ανοίγει νέους δρόμους.
Πώς προέκυψε η ιδέα του βιβλίου;
Αργυρώ Μπαρμπαρίγου: «Η ιδέα πρόεκυψε μέσα στην πανδημία. Κατακλυζόμαστε από ξενόφερτα τρόφιμα και συνταγές και τείνουμε να χάσουμε τις δικές μας τις παραδοσιακές που αποτελούν ένα «θησαυρό» όχι μόνο όσον αφορά τη διατροφική τους διάσταση, αλλά κυρίως, ως κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Το δίκκοκο σιτάρι, το φαγόπυρο, ο ζωχός και η τσουκνίδα έχουν δώσει τη θέση τους στο μάνκγο, την κινόα και την παπάγια.
Παραδοσιακές συνταγές όπως η ταχινόπιτα, η μπατζίνα, η παστιτσάδα έχουν αντικατασταθεί από τα pancakes με σαντιγί, french toast με σιρόπι σφένδαμου ή ακόμα και την καρμπονάρα με μπέικον και κρέμα γάλακτος.
Επομένως, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να αναδείξουμε αυτόν τον χαμένο θησαυρό της ελληνικής παραδοσιακής κουζίνας αξιοποιώντας τη δύναμη των social media. Και φυσικά είχαμε κοντά μας τον εκδοτικό όμιλο Σταμούλη που πραγματοποίησε αυτή την εξαιρετική δουλειά».
Πώς έγινε η συλλογή των συνταγών;
Τάσος Παπαλαζάρου: «Έγινε μέσα από τους λογαριασμούς μας στα social media.
Ετοιμάσαμε μια επικοινωνιακή καμπάνια ζητώντας από τους ακολούθους μας να μας στείλουν συνταγές του τόπου τους, τις παραδοσιακές συνταγές των «γιαγιάδων» και των μαμάδων του χωριού που διατηρούνται και αναπαράγονται από γενιά σε γενιά. Όλες οι συνταγές μελετήθηκαν από την Αργυρώ και την ομάδα της και από εμένα και τη διαιτολογική μου ομάδα.
Συγκεντρώσαμε εκατοντάδες συνταγές και επιλέξαμε τις 74 του βιβλίου με κριτήρια:
1. Καινοτομία της συνταγής
2. Ιδιαιτερότητα υλικών και εκτέλεσης
3. Ιστορία που κρύβει η συνταγή
Στις συνταγές αυτές δώσαμε μια … πιο σύγχρονη διάσταση. Τις αναλύσαμε διατροφικά, αναφορικά με την ενέργεια και τη σύστασή τους σε βασικά θρεπτικά συστατικά.
Παράλληλα, έγιναν οι αντίστοιχες διατροφικές σημάνσεις και όπως συμβαίνει με όλα τα τρόφιμα και τις σύγχρονες συνταγές, πλέον, προσδιορίστηκαν τα RΙ’s, δηλαδή το ποσοστό των ημερήσιων αναγκών που καλύπτουν ανά θρεπτικό συστατικό ανά μερίδα. Με άλλα λόγια, προσπαθήσαμε να «αποκαλύψουμε» την ομορφιά και να αναδείξουμε την αξία των παραδοσιακών συνταγών του τόπου μας, “ντύνοντάς” τες με ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει, χρησιμοποιώντας επιστημονικά εργαλεία διατροφής».
Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση μέσα από αυτή τη διαδικασία;
Αργυρώ Μπαρμπαρίγου: «Η απλότητα της συγγραφής των συνταγών. Εκφράσεις όπως βάζουμε ζάχαρη «με το μάτι» , προσθέτουμε αλεύρι «μέχρι να δέσει», ακόμα το ψήνουμε μέχρι να ροδίσει και πολλές ακόμα εκφράσεις που μπορεί να κάνουν τη δουλειά μας πιο δύσκολη, αλλά παράλληλα δίνουν το στίγμα και την ταυτότητα αυτού του πραγματικού πολιτισμικού μας θησαυρού.
Μας έστειλαν συνταγές που τις λένε οι γιαγιάδες και τις περιγράφουν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους σαν να είναι παιδιά τους και εγγόνια τους. Με όπλο την κουτάλα και πανοπλία την ποδιά τους έχουν ταΐσει στρατό από παιδιά και παρέες σε εποχές αφθονίας αλλά και ανέχειας.
Επίσης, μας εντυπωσίασαν οι μικρές ιστορίες πίσω από κάθε συνταγή. Γιατί η κάθε συνταγή δεν είναι μόνο ένας συνδυασμός τροφίμων, αρωμάτων και γεύσεων, είναι μια χημεία ιστορίας και διατροφής.
Μας έδωσαν τις συντεταγμένες της συνταγής στη ζωή των ανθρώπων και εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι δεν πρόκειται μόνο για φαγητά που ικανοποιούν την ανάγκη θρέψης, όπως συνήθως συμβαίνει σήμερα, αλλά κυρίως αποτελούν αναπόσπαστο και ζωοποιό στοιχείο της ζωής τους και της καθημερινότητάς τους».
Γιατί πιστεύετε ότι αυτό το βιβλίο δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη μας;
Τάσος Παπαλαζάρου: «Γιατί, όπως είπαμε, δεν είναι ένα απλό βιβλίο μαγειρικής, είναι ένα μικρό κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Έχουμε υιοθετήσει trendy επιλογές του σύγχρονου marketing με ρίζες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που έχουν πολλές θερμίδες και συχνά πολύ χαμηλή θρεπτική αξία και ξεχνάμε τις συνταγές υψηλής θρεπτικής αξίας που μεγάλωσαν τους γονείς μας.
Γιατί να τρώμε overnight oats με σπόρους chia και όχι παραδοσιακή Βαρβάρα από τη Δράμα με σιτάρι, καρύδια, σταφίδες και σουσάμι;
Γιατί να τρώμε pancakes με σαντιγί και σιρόπι αγαύης αντί για παραδοσιακές αυγοφέτες με κανέλα και μέλι;
Γιατί να προτιμάμε τα κρουασάν βουτύρου με σοκολάτα και όχι τα παραδοσιακά Τζαλέτια από την Κέρκυρα, τις τηγανίτες με καλαμποκάλευρο, ξύσμα πορτοκαλιού, σταφίδα, κανέλα και μέλι;
Για τι να τρώμε Burgerμε μπέικον, μαγιονέζα και τσένταρ και να μην επιλέγουμε γεμιστά με τραχανά, κιμά και μπαχαρικά από τη Ρόδο;
Δεν θα σου κρύψω ότι για εμάς τους μεγαλύτερους, αυτές οι συνταγές δεν είναι μόνο μίξη υλικών, αλλά αγάπης και νοσταλγίας. Σε εμένα, προσωπικά, τα αρώματα που βγαίνουν από την κατσαρόλα ή από μοσχομυριστό σπίτι από τις μυρωδιές του φούρνου, ξυπνούν θύμισες που φέρνουν ακόμα και δάκρυα στα μάτια από χαρές, αγωνίες και λύπες που έχουμε περάσει.
Διαβάζοντας τις συνταγές μου ήρθε η εικόνα της γιαγιάς μου στο χωριό, με πινελιές αφηρημένης τέχνης στο μάγουλο, από το αλεύρι, προσπαθώντας να φτιάξει τη μαντίλα της σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το ζύμωμα. Κι όπως πολύ όμορφα περιέγραψε ένας φίλος “Συνταγές, με μαεστρία φτιαγμένες τίμιες και αληθινές!”».