Ένα από τα αγαπημένα έθιμα που πραγματοποιείται την Κυριακή του Πάσχα είναι φυσικά το ψήσιμο του οβελία. Στη σούβλα ή στο φούρνο, σκέτος ή γεμιστός, αποτελεί το σήμα κατατεθέν των ημερών του Πάσχα. Βέβαια, το… αιώνιο αναπάντητο ερώτημα που ταλαιπωρεί τους λάτρεις του κρέατος καθώς πλησιάζει η ώρα για το σούβλισμα είναι: Αρνί ή κατσίκι;
Αρνί
Τα 100 γρ. αρνίσιου κρέατος δίνουν 294 θερμίδες, 25 γρ. πρωτεϊνών και 21 γρ. λιπαρών. Το ολικό λίπος του αρνιού αποτελείται κυρίως από κορεσμένα λιπαρά, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό καταλαμβάνουν τα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Τόσο στο αρνί όσο και στο κατσίκι τα λίπη είναι ορατά και επομένως μπορούν να αφαιρεθούν. Σε αυτή την περίπτωση αυτά τα κρέατα γίνονται μια πιο υγιεινή επιλογή, σχεδόν με τη μισή περιεκτικότητα σε λιπαρά από ό,τι αρχικά. Το πιο άπαχο μέρος του αρνιού είναι το μπούτι, το οποίο περιέχει 5 γρ. λιπαρών ανά 100 γραμμάρια κρέατος. Οι πρωτεΐνες του είναι υψηλής βιολογικής αξίας και περιέχουν όλα τα απαραίτητα αμινοξέα.
Τα «συν»
Το αρνί παρέχει σημαντικές ποσότητες των βιταμινών του συμπλέγματος Β, ιδιαίτερα της Β12 και της νιασίνης, που είναι απαραίτητες για την παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και τον σωστό μεταβολισμό της ομοκυστεΐνης. Τα υψηλά επίπεδα της ομοκυστεΐνης στο αίμα είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο. Τα 100 γρ. αρνιού καλύπτουν το 92%, 33% και 15% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης σε βιταμίνη Β12, νιασίνη και ριβοφλαβίνη αντίστοιχα.
Τα «πλην»
Το αρνί περιέχει υψηλή ποσότητα μυογλοβίνης, μια πρωτεΐνης πλούσιας σε σίδηρο που εντοπίζεται στους μυς των ζώων. Ολα τα κρέατα και τα πουλερικά περιέχουν μυογλοβίνη, αλλά το βόειο κρέας και το αρνί περιέχουν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις. Για αυτόν τον λόγο το αρνί είναι καλή πηγή σιδήρου, ο οποίος απορροφάται και εύκολα από τον οργανισμό. Επιπλέον, εκτός από τον σίδηρο αποτελεί καλή πηγή και άλλων μετάλλων, όπως ο χαλκός, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος.
Ομως, πέρα από τα ευεργετικά θρεπτικά συστατικά, το αρνίσιο κρέας παρουσιάζει και αρνητικά στοιχεία. Αρχικά είναι πλούσιο σε κορεσμένο λίπος, χοληστερόλη και θερμίδες. Η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα. Λόγω των αυξημένων θερμίδων του, η συχνή κατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του σωματικού βάρους. Ακόμα, έχει αυξημένη περιεκτικότητα σε πουρίνες. Ο οργανισμός μετατρέπει τις πουρίνες των τροφών σε ουρικό οξύ και σε περίπτωση που είναι μειωμένη η αποβολή του ουρικού οξέος από τα νεφρά αυξάνεται ο κίνδυνος για ουρική αρθρίτιδα και άλλες παθήσεις των νεφρών (π.χ. πέτρα στα νεφρά). Για αυτό τα άτομα με ουρική αρθρίτιδα ή υπερουριχαιμία (αυξημένο ουρικό οξύ αίματος) θα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωσή του.
Αρνάκι γάλακτος
Παρ’ όλο που θεωρείται ποιοτικά και γευστικά καλύτερο, περιέχει περισσότερο λίπος. Λόγω δε της χαμηλότερης περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες, είναι και πιο τρυφερό. Η περίπτωση πάντως να αφαιρεθεί το λίπος του είναι απίθανη, αφού στα μικρά ζώα το λίπος είναι κρυμμένο ενδομυϊκά.
Κατσίκι
Συγκρίνοντας το κατσίκι με το αρνί, το κατσίκι έχει λιγότερες θερμίδες, σχεδόν τις μισές. Τα 100 γρ. κατσικίσιου κρέατος δίνουν 143 θερμίδες, 27 γρ. πρωτεϊνών και 3 γρ. λιπαρών. Το κατσίκι, δηλαδή, έχει λιγότερο ολικό και κορεσμένο λίπος, αλλά και λιγότερη χοληστερίνη. Είναι, επίσης, πλούσιο στο συνένζυμο Q10, ένα αντιοξειδωτικό που συμβάλλει στη μείωση της LDL χοληστερόλης και κατά συνέπεια στη μείωση του κίνδυνου για στεφανιαία νόσο και άλλα καρδιαγγειακά νοσήματα. Περιέχει ακόμα L-καρνιτίνη, μια ουσία η οποία μεταφέρει τα λιπαρά οξέα στα μιτοχόνδρια, όπου μπορούν να διασπαστούν για να δώσουν ενέργεια στον οργανισμό (λιπολυτική δράση). Το κατσίκι έχει υψηλή περιεκτικότητα σε γ-λινολεϊκό οξύ (CLA) το οποίο συμβάλλει θετικά στον μεταβολισμό του σωματικού λίπους, καθώς και στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ.
Τα «συν»
Οπως το αρνί, έτσι και το κατσίκι αποτελεί καλή πηγή των βιταμινών του συμπλέγματος Β. Τα 100 γρ. κατσικίσιου κρέατος καλύπτουν το 48%, 22% και 44% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης σε βιταμίνη Β12, νιασίνη και ριβοφλαβίνη αντίστοιχα. Περιέχει επιπλέον υψηλότερη ποσότητα σιδήρου και ψευδαργύρου από το αρνί και είναι καλή πηγή καλίου. Το κάλιο βοηθά στη μείωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης και στην πρόληψη των καρδιακών και νεφρικών διαταραχών.
Τα «πλην»
Στα αρνητικά του κατσικίσιου κρέατος συγκαταλέγονται η υψηλότερη περιεκτικότητα σε νάτριο που περιέχει και για αυτό άτομα με αυξημένη πίεση ή προβλήματα στη νεφρική λειτουργία θα πρέπει να το καταναλώνουν με προσοχή. Επιπλέον, περιέχει περισσότερα τρανς λιπαρά, η αυξημένη κατανάλωση των οποίων έχει συσχετιστεί με μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα. Οπως και το αρνί, έτσι και το κατσίκι έχει αυξημένη περιεκτικότητα σε πουρίνες και άτομα με ουρική αρθρίτιδα ή υπερουριχαιμία θα πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωσή του.
Συνοψίζοντας τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δύο κρεάτων
Ανά 100 g κρέατος:
Αρνί
Θερμίδες (kcal) 294, Πρωτεΐνη 25 γρ. , Λιπαρά 21 γρ. με υψηλό ποσοστό κορεσμένων, Χοληστερόλη 97 mg, Βιταμίνες και μέταλλα: συμπλέγματος Β, σίδηρος, σελήνιο, χαλκός, ψευδάργυρος.
Κατσίκι
Θερμίδες (kcal) 143, Πρωτεΐνη 27 γρ., Λιπαρά 3 γρ. με υψηλό ποσοστών μονοακόρεστων, Χοληστερόλη 75 mg, Βιταμίνες και μέταλλα: συμπλέγματος Β, σίδηρος, ψευδάργυρος, κάλιο.
And the winner is…
Βλέποντας λοιπόν αυτή τη σύγκριση μεταξύ του αρνιού και του κατσικιού, θα αναδεικνύαμε «νικητή» το κατσίκι καθώς διατροφικά υπερτερεί. Βέβαια, αντίθετη άποψη μπορεί να έχουν οι σεφ και οι λάτρεις του κρέατος που δίνουν ψήφο στο αρνί, καθώς είναι πιο νόστιμο και υπάρχει η δυνατότητα απομάκρυνσης του λίπους του μειώνοντας έτσι την περιεκτικότητά του σε λιπαρά.
Φυσικά η τελική επιλογή για το γιορτινό τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα είναι δική σας! Αλλωστε, μεγαλύτερη σημασία δεν έχει ποιο από τα δύο θα διαλέξουμε, αλλά να διατηρήσουμε το μέτρο και την ισορροπία ώστε να απολαύσουμε όλα τα πασχαλινά εδέσματα.