Όσο πιο συχνή και έντονη σωματική άσκηση έχει ένας άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η αποτελεσματικότητα και η προστασία των εμβολίων κατά της Covid-19, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Οι επιστήμονες γνώριζαν ήδη ότι η τακτική σωματική δραστηριότητα βοηθά να μειωθούν οι συνέπειες της σοβαρής Covid-19, καθώς επίσης να μειωθεί ο κίνδυνος εισαγωγής στο νοσοκομείο, διασωλήνωσης σε ΜΕΘ ή θανάτου λόγω κορωνοϊού. Η νέα μελέτη δείχνει επιπροσθέτως ότι η συχνή σωματική άσκηση βοηθά και στη βελτίωση της προστασίας που παρέχουν τα εμβόλια.
Τα ευρήματα των ερευνητών
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Witwatersrand στο Γιοχάνεσμπουργκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό αθλητιατρικής «British Journal of Sports Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για 53.771 άτομα με χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας (έως 60 λεπτά την εβδομάδα), 62.721 με μέτρια επίπεδα (60 έως 150 λεπτά) και 79.952 με υψηλά επίπεδα (πάνω από 150 λεπτά την εβδομάδα). Παράλληλα, αναλύθηκαν στοιχεία σχετικά με τον εμβολιασμό τους κατά του κορονοϊού και την αποτελεσματικότητα του, με βάση το αν είχαν διαγνωστεί θετικοί ή όχι για Covid-19.
Η μελέτη εκτίμησε ότι στους πλήρως εμβολιασμένους η αποτελεσματικότητα των εμβολίων (μείωση κινδύνου νοσηλείας) ήταν:
- 60% στην ομάδα χαμηλού επιπέδου άσκησης/δραστηριότητας,
- 72% στην ομάδα μέτριου επιπέδου, και
- 86% στην ομάδα με υψηλά επίπεδα σωματικής άσκησης/δραστηριότητας.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα όμως ήταν πως οι πλήρως εμβολιασμένοι που ασκούνταν πάνω από 150 λεπτά εβδομαδιαίως, είχαν σχεδόν τρεις φορές μικρότερο κίνδυνο εισαγωγής σε νοσοκομείο λόγω Covid-19, σε σχέση με τους αγύμναστους και σωματικά αδρανείς εμβολιασμένους. Οι ασκούμενοι σε μέτρια επίπεδα, αντίστοιχα, είχαν σχεδόν μιάμιση φορά μικρότερο κίνδυνο.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δεν είναι τελείως σαφές με ποιο τρόπο η σωματική δραστηριότητα ενισχύει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Εκτιμούν, παρόλα αυτά, εκτιμούν ότι «πρόκειται πιθανώς για έναν συνδυασμό αυξημένων επιπέδων αντισωμάτων, βελτιωμένης προστασίας από ανοσοκύτταρα Τ και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες».