Ο κορωνοϊός είναι μια αερομεταφερόμενη ασθένεια που μεταδίδεται μέσω μικροσωματιδίων (αεροζόλ), τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό κυρίως μέσω της αναπνευστικής οδού και στη συνέχεια εγκαθίστανται και πολλαπλασιάζονται στους πνεύμονες. Παράλληλα, μολύνουν τα κύτταρα που επενδύουν τη μύτη, το στόμα και τους σιελογόνους αδένες. Έχοντας αυτό κατά νου, οι ερευνητές θέλησαν να μάθουν εάν υπάρχει τρόπος να μειωθεί η μολυσματικότητα του SARS-CoV2 – δηλαδή του ιού που προκαλεί την νόσο COVID-19 – μέσω των ρινικών πλύσεων και της χρήσης στοματικού διαλύματος. Τα ευρήματά τους ήταν εντυπωσιακά.
Το στοματικό διάλυμα μειώνει την μολυσματικότητα των παραλλαγών του ιού
Τα στοματικά διαλύματα που διατίθενται στο εμπόριο περιέχουν μια σειρά από αντιβιοτικά και αντιιικά συστατικά που δρουν κατά των μικροοργανισμών στο στόμα. Ένα από αυτά, το χλωριούχο κετυλοπυριδίνιο (CPC), αποδείχθηκε ότι μειώνει το ιικό φορτίο του SARS-CoV-2 στο στόμα, κυρίως διαταράσσοντας τη λιπιδική μεμβράνη που περιβάλλει τον ιό.
Μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Kyoko Hida στο Πανεπιστήμιο του Χοκάιντο έλεγξε τις επιδράσεις του CPC σε κυτταροκαλλιέργειες που εκφράζουν διαμεμβρανική πρωτεάση σερίνη 2 (TMPRSS2), η οποία απαιτείται για την είσοδο του SARS-CoV-2 στο κύτταρο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, μέσα σε 10 λεπτά από την εφαρμογή, 30-50 μg/mL CPC τόσο η μολυσματικότητα όσο και η ικανότητα εισόδου του ιού στα κύτταρα, ανεστάλη. Έδειξαν επίσης ότι το σάλιο δεν άλλαξε τις επιδράσεις του CPC. Το πιο σημαντικό ήταν ότι τα αποτελέσματα του CPC ήταν παρόμοια σε τέσσερις διαφορετικές παραλλαγές του ιού: την αρχική, τις παραλλαγές άλφα, βήτα και γάμμα.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ενώ υπάρχουν και άλλες χημικές ουσίες σε στοματικά διαλύματα με παρόμοια αποτελέσματα, το CPC έχει το πλεονέκτημα ότι είναι άγευστο και άοσμο. Τα ευρήματά τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Scientific Reports.
Οι ρινικές πλύσεις μπορούν να αποτρέψουν τη νοσηλεία σε ασθενείς με COVID-19
Οι ρινικές πλύσεις με ήπιο αλατόνερο αποδείχτηκε ότι μπορούν να αποτρέψουν την είσοδο του SARS-CoV2 στους πνεύμονες και πιθανώς την ικανότητά του να προκαλέσει μόνιμη ή θανατηφόρα βλάβη στους ασθενείς.
Οι υποδοχείς ACE2 στα κύτταρα που συνδέονται με την πρωτεΐνη ακίδας του SARS-CoV2, με αποτέλεσμα τη μόλυνση από την COVID-19, είναι άφθονοι στη ρινική κοιλότητα, τους πνεύμονες και το στόμα. Με αυτό το δεδομένο, ερευνητές του Πανεπιστημίου Augusta που εδρεύει στις ΗΠΑ, θέλησαν να διαπιστώσουν εάν οι ρινικές πλύσεις με φυσιολογικό ορό θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη της προσκόλλησης του ιού στους υποδοχείς και άρα στη μείωση του ιικού φορτίου που εισέρχεται στον οργανισμό.
Η έρευνα αφορούσε τη σύγκριση δεδομένων από ασθενείς υψηλού κινδύνου COVID-19 (όπως εκείνους με παχυσαρκία, υπέρταση ή διαβήτη και ηλικίας άνω των 55 ετών) που είχαν κάνει ρινικές πλύσεις εντός 24 ωρών από τη θετική διάγνωση, σε σύνολο 3 εκατομμυρίων περιστατικών μόλυνσης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μόνο το 1,3% των ασθενών με COVID-19 που υποβλήθηκαν σε ρινική πλύση χρειάστηκαν νοσηλεία, υποδηλώνοντας ότι είχαν τουλάχιστον 8 φορές λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν απ’ ό,τι αν δεν έκαναν ρινικές πλύσεις.
Οι ερευνητές καταλήγουν πως οι απλές ρινικές πλύσεις με ήπιο αλατούχο νερό μπορούν να αποτρέψουν τη νοσηλεία και τους θανάτους από τον COVID-19, εάν εφαρμοστούν δύο φορές την ημέρα μετά από θετική διάγνωση.
Τα ευρήματά τους δημοσιεύτηκαν στο Ear, Nose & Throat Journal.