Το κακάο φαίνεται πως μειώνει την αρτηριακή πίεση όπως και την αρτηριακή ακαμψία (μόνο) όταν είναι αυξημένες, σύμφωνα με νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Surrey. Οι φλαβανόλες του κακάο έχει διαπιστωθεί στο παρελθόν ότι μειώνουν την αρτηριακή πίεση και την αρτηριακή δυσκαμψία όσο και ορισμένα φάρμακα για την αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, το πόσο αποτελεσματικές είναι οι φλαβανόλες στην καθημερινότητα για την μείωση της υπέρτασης έχει παραμείνει άγνωστο, καθώς προηγούμενες μελέτες σε αυτόν τον τομέα έχουν πραγματοποιηθεί σε αυστηρά ελεγχόμενες πειραματικές συνθήκες.
Η ωφέλιμη δράση του κακάο
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Surrey πίσω από την μελέτη, έρχονται να μειώσουν την ανησυχία ότι το κακάο ως θεραπεία για την αυξημένη αρτηριακή πίεση θα μπορούσε να εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία μειώνοντας την αρτηριακή πίεση, ακόμα και όταν δεν ξεπερνά τα φυσιολογικά επίπεδα, ανοίγοντας το δρόμο για τη δυνητική χρήση του σε κλινικές πρακτικές.
Στην πρώτη μελέτη του είδους της, οι ερευνητές ξεκίνησαν να διερευνήσουν τη χρήση φλαβανολών, μιας ένωσης που βρίσκεται στο κακάο, στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και της αρτηριακής δυσκαμψίας σε άτομα εκτός κλινικών πλαισίων.
«Η υψηλή αρτηριακή πίεση και η αρτηριακή δυσκαμψία αυξάνουν τον κίνδυνο ενός ατόμου για καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικά επεισόδια, επομένως είναι σημαντικό να διερευνήσουμε καινοτόμους τρόπους αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων.
Γιατί τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά
Πριν σκεφτούμε να εισαγάγουμε το κακάο στις κλινικές πρακτικές, πρέπει να ελέγξουμε εάν τα αποτελέσματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως σε εργαστηριακά περιβάλλοντα μεταφράζονται με ασφάλεια σε πραγματικές συνθήκες, με ανθρώπους στην καθημερινή τους ζωή» αναφέρει χαρακτηριστικά Καθηγητής Καρδιαγγειακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Surrey, που συμμετείχε στην μελέτη.
Για αρκετές ημέρες, έντεκα υγιείς συμμετέχοντες κατανάλωναν φλαβανόλες κακάο σε εναλλασσόμενες ημέρες. Στους συμμετέχοντες δόθηκε ένα πιεσόμετρο του βραχίονα και ένα κλιπ δακτύλου που μετρά την ταχύτητα παλμικού κύματος (PWV), καταγράφοντας τα επίπεδα της αρτηριακής δυσκαμψίας.
Οι μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης και του PWV λαμβάνονταν πριν από την κατανάλωση και κάθε 30 λεπτά μετά την κατάποση για τις πρώτες τρεις ώρες και στη συνέχεια ανά ώρα για τις υπόλοιπες εννέα ώρες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αρτηριακή πίεση και η αρτηριακή δυσκαμψία μειώνονταν στους συμμετέχοντες μόνο αν ήταν υψηλή και δεν υπήρχε καμία επίδραση όταν η αρτηριακή πίεση ήταν χαμηλή το πρωί.