Αυξημένα λιπίδια, χοληστερίνη, υπέρταση, διαβήτης τύπου ΙΙ, παχυσαρκία και ο συνδυασμός αυτών των καταστάσεων που προκαλούν μεταβολικό σύνδρομο, είναι παράγοντες που προκαλούν σκλήρυνση στα αγγεία, επιταχύνοντας την καρδιαγγειακή νόσο.
Η αρτηριοσκλήρυνση, είναι το πρώτο δείγμα των δυσμενών επιπτώσεων στα τοιχώματα των αγγείων που μπορούμε να ανιχνεύσουμε, ενώ ταυτόχρονα είναι και ένας ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης που χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και την θνησιμότητα.
Για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου, οι στατίνες κατέχουν βασική θέση στη φαρέτρα των καρδιολόγων, αν και τα αποτελέσματα των μελετών για τη χρήση τους ήταν αλληλοσυγκρουόμενα, κυρίως λόγω του μικρού δείγματος ασθενών και του περιορισμένου χρόνου, συνήθως κάτω του εξαμήνου. Επιπλέον όμως, δεν είχαν πραγματοποιηθεί μελέτες για την επίδραση αυτής της κατηγορίας φαρμάκων στην ελαστικότητα των αγγείων.
Ερευνητές από την Κίνα και την Τανζανία της Αυστραλίας, προχώρησαν στην πρώτη εκτεταμένη μελέτη για την επίδραση των στατινών στην αρτηριοσκλήρυνση, παρακολουθώντας μάλιστα τους συμμετέχοντες επί 4,8 χρόνια, για να διαπιστώσουν τη μακρόχρονη δράση των συγκεκριμένων φαρμάκων.
Η μέτρηση της σκλήρυνσης των αγγείων έγινε με βάση την ταχύτητα της ροής του αίματος στους βραχίονες και τους αστραγάλους των ασθενών που μετείχαν στη μελέτη. Διαπιστώθηκε ότι η ταχύτητα ήταν χαμηλότερη σε όσους έπαιρναν στατίνη και κρατήθηκε χαμηλότερη στους ίδιους ασθενείς, σε αντίθεση με εκείνους που δεν έπαιρναν το συγκεκριμένο φάρμακο συστηματικά.
Συγκεκριμένα, η μελέτη συμπεριέλαβε 5105 ενήλικες με υψηλό αθηροσκληρωτικό κίνδυνο. Από αυτούς, δημιουργήθηκαν δύο ομάδες 1310 ασθενών μέσης ηλικίας 63,2 ετών, όπου οι πρώτοι έπαιρναν στατίνες και οι δεύτεροι δεν έπαιρναν. Σε αυτούς διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς υπό φαρμακευτική αγωγή με στατίνες είχαν σημαντικά χαμηλότερη ταχύτητα ροής αίματος στους βραχίονες και τους αστραγάλους, με διαφορά 33,6 εκατοστών ανά δευτερόλεπτο με απόκλιση από 5,1 – 62,1 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο.
Στη συνέχεια, από 1502 συμμετέχοντες, στους οποίυς η αξιολόγηση της ταχύτητας ροής του αίματος σε βραχίονες και αστραγάλους ήταν επαναλαμβανόμενη, δημιουργήθηκαν και πάλι δύο ομάδες με 410 άτομα μέσης ηλικίας 62,9 ετών, σε κάθε μία, όπου οι μεν έπαιρναν στατίνες και οι δε, όχι.
Εδώ, οι χρήστες στατινών είχαν σημαντικά πιο αργή ταχύτητα ροής, με μέση διαφορά τα 23,3 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο, με εύρος από 6-40,6 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο, στο πλαίσιο παρακολούθησης 4,8 ετών. Μάλιστα η μειωμένη ταχύτητα ροής του αίματος διατηρήθηκε για κάθε έτος παρακολούθησης, με την διαφορά να φτάνει τα 24,2 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο κάθε χρόνο. Σε ότι αφορά τους ασθενείς που τηρούσαν απαρέγκλιτα την αγωγή τους η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 39,7 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο, με το εύρος να κυμαίνεται από 12,4 – 66,9 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο.
Αντίθετα, όσοι διέκοπταν την θεραπεία τους, είχαν μικρή διαφορά στην ταχύτητα του αίματος σε σύγκριση με αυτούς που δεν έπαιρναν φάρμακο, αφού είχαν ταχύτητα μόλις 17,3 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο μικρότερη σε σχέση με αυτούς χωρίς αγωγή. Αντίστοιχα και αυτοί που ξεχνούσαν την αγωγή τους, είχαν μικρή διαφορά (17,9 εκατοστά ανά δευτερόλεπτο, σε σύγκριση με αυτούς που δεν έπαιρναν στατίνες.
Στην ίδια κατεύθυνση, στοιχεία από την Αρχή Δεδομένων Υγείας της Δανίας, διαπίστωσαν ότι το 30% των ηλικιωμένων στη Δανία διέκοψε τη χρήση στατινών πρωτογενούς πρόληψης. Στη μελέτη, περίπου το ένα πέμπτο των συμμετεχόντων είχε διακόψει το φάρμακο και τα δύο τρίτα δεν ήταν συνεπείς στη λήψη της αγωγής τους, αντίστοιχα.
Έτσι, οι ερευνητές επισημαίνουν πως απαιτούνται πιο επιθετικές προσπάθειες για τον εντοπισμό των λόγων για τη διακοπή των φαρμάκων και την ανάπτυξη στρατηγικών διαχείρισης που θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη χρήση τους από ενήλικες ασθενείς με υψηλό αθηροσκληρωτικό κίνδυνο.