Οι ασθενείς της ευλογιάς των πιθήκων παρουσιάζουν διαφορετικά συμπτώματα σε σχέση με τις προηγούμενες επιδημίες στην Αφρική, διαπιστώνει μελέτη στη Βρετανία, με τους συντάκτες να ανησυχούν για ενδεχόμενη εσφαλμένη διάγνωση των κρουσμάτων.
Οι ασθενείς της πρώτης επιδημίας ευλογιάς των πιθήκων εκτός Αφρικής είναι λιγότερο πιθανό να εκδηλώσουν πυρετό ή αίσθημα κόπωσης και πιο πιθανό να εμφανίσουν δερματικές βλάβες στον πρωκτό και τα γεννητικά όργανα, έδειξε η εξέταση 54 ασθενών που επισκέφθηκαν κλινικές σεξουαλικής υγείας μέχρι τον Μάιο.
Το νούμερο αντιστοιχεί στο 60% των κρουσμάτων που είχαν επιβεβαιωθεί στη Βρετανία μέχρι εκείνο το μήνα, ωστόσο οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι η μελέτη ίσως δεν δίνει πλήρη εικόνα για την επιδημία, δεδομένου ότι εξέτασε μόνο ένα μέρος των ασθενών που επισκέφθηκαν κλινικές σεξουαλικής υγείας.
Η ευλογιά των πιθήκων, μια σχετικά ήπια ιογενής νόσος που ενδημεί σε χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής, έχει προκαλέσει από τον Μάιο περισσότερα από 5.000 κρούσματα και έναν θάνατο σε άλλες ηπείρους, και κυρίως σε χώρες της Ευρώπης. Οι περισσότεροι, όχι όμως όλοι, ασθενείς είναι άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες.
Εσφαλμένη διάγνωση;
Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Lancet Infectious Diseases, έρχεται να προστεθεί στις υποψίες των αρχών δημόσιας υγείας, όπως τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), ότι η επιδημία είναι ασυνήθιστη.
Η συντακτική ομάδα, μοιρασμένη σε διάφορα βρετανικά ερευνητικά ιδρύματα, ζητά επανεξέταση του ορισμού των ύποπτων κρουσμάτων, καθώς η ευλογιά των πιθήκων μπορεί να «μιμείται» σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα όπως ο έρπητας και η σύφιλη. Από τους 54 ασθενείς που εξετάστηκαν, όλοι τους άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες, το ένα τέταρτο ήταν θετικό στον ΗΙV και το ένα τέταρτο έπασχαν από άλλο σεξουαλικά μεταδιδόμενη νόσημα.
«Η εσφαλμένη διάγνωση της λοίμωξης μπορεί να αποτρέψει την κατάλληλη παρέμβαση και πρόληψη της μετέπειτα διάδοσης» δήλωσε η δρ Ρουθ Μπερν του Νοσοκομείου Τσέλσι και Ουέστμινστερ, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Το γεγονός ότι το πιο σύνηθες σύμπτωμα είναι οι δερματικές βλάβες στον πρωκτό και τα γεννητικά όργανα, σε συνδυασμό με την υψηλή συχνότητα σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, υποδεικνύει ότι η μετάδοση οφείλεται στη στενή σωματική επαφή δέρμα με δέρμα, γράφουν οι ερευνητές.
Σε εξέλιξη βρίσκονται εξάλλου άλλες μελέτες που εξετάζουν αν ο ιός έχει την ικανότητα να μεταδίδεται με το σπέρμα, κάτι που θα σήμαινε ότι είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος.
Όπως αναφέρει το Reuters, ο Ντέιβιντ Χέιμαν, επιδημιολόγος και σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την επιδημία, δήλωσε ότι είναι σημαντικό να ελεγχθεί η μετάδοση χωρίς να στιγματίζονται οι ασθενείς.
«Αυτό περιλαμβάνει τη συνεργασία με πληθυσμούς υψηλού ρίσκου προκειμένου να κατανοήσουν πόσο εύκολο είναι να προληφθεί αυτή η λοίμωξη» είπε. «Απλά αποφεύγοντας την φυσική επαφή με την περιοχή των γεννητικών οργάνων» όταν υπάρχει εξάνθημα.