Είναι ένα από τα πιο «δημοφιλή» θέματα συζήτησης της τελευταίας διετίας αυτό των εμβολίων για τον SARS-CoV-2. Στις αρχές της πανδημίας, όταν ακόμη δεν είχαμε στα χέρια μας αυτά τα σημαντικά «όπλα», η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από το πότε θα ολοκληρωνόταν η ανάπτυξή τους και θα ξεκινούσε η χορήγησή τους. Και όταν στις αρχές του 2021 άρχισαν οι μαζικοί εμβολιασμοί και σταδιακά μπήκαν στη «φαρέτρα» διαφορετικά εμβόλια, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ποιο να προτιμήσει ο καθένας, ποιο θα τον προστατεύσει καλύτερα με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες. Τα εμβόλια συνεχίζουν όμως και σήμερα να πρωταγωνιστούν στις συζητήσεις για την πορεία της πανδημίας και τη δική μας παράλληλη πορεία μαζί της – το κυριότερο θέμα που τίθεται επί τάπητος είναι αν και πότε θα χρειαστούμε όλοι νέα ενισχυτική δόση τους και ποιο εμβόλιο να επιλέξουμε για αυτή την ενισχυτική δόση.
Απαντήσεις σε ορισμένα από τα σημαντικά για τον πληθυσμό ερωτήματα που γεννώνται μέσα από τις εμβολιο-συζητήσεις δίνει μια νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε προσφάτως στην επιθεώρηση «Cell». Και δεν πρόκειται απλώς για μια μελέτη αλλά για την πρώτη συγκριτική ανάλυση τεσσάρων διαφορετικών εμβολίων για την COVID-19 και του πώς «οπλίζουν» το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα ώστε να πολεμήσει τον SARS-CoV-2. Με άλλα λόγια, μιλάμε για ένα «crash test» των τεσσάρων εμβολίων, που χορηγούνται στο σύνολό τους και στη χώρα μας, σχετικά με την αντισωματική αλλά και κυτταρική (σε ό,τι αφορά τόσο τα Τ κύτταρα όσο και τα Β κύτταρα) απόκριση που επάγουν στους έξι μήνες από τον βασικό εμβολιασμό (χωρίς να έχει δηλαδή γίνει χορήγηση ενισχυτικής δόσης).
«Πυξίδα» η ανοσοαπόκριση
Σύμφωνα με τους ερευνητές του Ινστιτούτου για την Ανοσολογία Λα Χόγια (La Jolla Institute for Immunology – LJI) στους οποίους ανήκει η νέα ανάλυση, η εις βάθος κατανόηση της ανοσοαπόκρισης που προσφέρουν τα εμβόλια μπορεί να αποτελέσει πολύτιμη «πυξίδα» για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν οι επιστήμονες αλλά και οι αρμόδιοι οργανισμοί υγείας ώστε να βγούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια από το πανδημικό τούνελ, το τέλος του οποίου δεν έχουμε ακόμη δει.
Οπου παθογόνο δεν είναι άλλο από τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή των ημερών μας (για την ακρίβεια, των τελευταίων σχεδόν 1.000 ημερών μας), τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, υπαίτιο για τη νόσο COVID-19. Οσο για τις τρεις διαφορετικές πλατφόρμες εμβολίων, αυτές ήταν η πλατφόρμα mRNA (εμβόλιο των Pfizer-BioNTech και εμβόλιο της Moderna), η πλατφόρμα πρωτεϊνικού εμβολίου (Novavax) καθώς και η πλατφόρμα του ιικού φορέα (Janssen/J&J).
Ευρεία και έγκυρη μελέτη
Στόχος των ερευνητών δεν ήταν να «βαθμολογήσουν» τα διαφορετικά εμβόλια, εξήγησε σε σχετικό δελτίο Τύπου του LJI η επίκουρη καθηγήτρια Ντανιέλα Γούεϊσκοπφ, εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης. «Αυτού του είδους η συγκριτική ανάλυση δεν έχει γίνει ξανά, καθώς αφορά άτομα που έλαβαν διαφορετικά εμβόλια την ίδια χρονική περίοδο σε πραγματικές συνθήκες. Η κατανόηση της ανοσολογικής απόκρισης σε αυτά τα εμβόλια θα μας βοηθήσει να ενσωματώσουμε τα καλά τους στοιχεία στον σχεδιασμό των επόμενων εμβολίων» είπε.
Για να καταστεί εφικτή αυτή η δύσκολη μελέτη σε πραγματικές συνθήκες, κομβικό ρόλο έπαιξαν οι επιστήμονες και οι νοσηλευτές του νεοσύστατου κέντρου του LJI «John and Susan Major Center for Clinical Investigation». Στο Κέντρο οι ειδικοί λάμβαναν δείγματα αίματος από ντόπιους εθελοντές και επεξεργάζονταν επίσης μεγάλο αριθμό δειγμάτων που τους έστελναν συνεργάτες της ερευνητικής ομάδας. Διεξήγαγαν 15 διαφορετικές μετρήσεις ανοσολογικής απόκρισης και, όπως οι ίδιοι τόνισαν, ήταν σημαντικό το γεγονός ότι όλες οι μετρήσεις διεξάγονταν στο ίδιο εργαστήριο με χρήση των ίδιων ακριβώς εργαλείων, γεγονός που χάρισε μεγάλη εγκυρότητα στα αποτελέσματα.
Ευρήματα με σημασία
Ας δούμε όμως τα κυριότερα ευρήματα που προέκυψαν από την ανάλυση. Σε ό,τι αφορούσε την αντισωματική απόκριση έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, τα άτομα που είχαν λάβει το εμβόλιο της Moderna εμφάνιζαν τα υψηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Ακολουθούσαν κατά σειρά το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech και το Νοvavax, ενώ τα άτομα που είχαν λάβει το εμβόλιο Janssen/J&J είχαν και τα χαμηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων από όλους τους εθελοντές.
Σε ό,τι αφορούσε τις διαφορετικές παραμέτρους της κυτταρικής ανοσίας, τα υψηλότερα επίπεδα Β-κυττάρων μνήμης έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό διέθεταν οι συμμετέχοντες που είχαν λάβει το εμβόλιο της J&J. Τα Β-κύτταρα μνήμης είναι ένας τύπος λευκών αιμοσφαιρίων του ανοσοποιητικού συστήματος που παράγονται ως απόκριση σε ένα παθογόνο που εισβάλλει στον οργανισμό, το οποίο και θυμούνται σε περίπτωση που επιστρέψει.
Ιδια επίπεδα CD4+ T κυττάρων (είναι γνωστά και ως Τ-βοηθητικά κύτταρα, καθώς συμβάλλουν στην αναγνώριση παθογόνων που κάνουν εισβολή στον οργανισμό προκειμένου στη συνέχεια να γίνει επίθεση από το ανοσοποιητικό σύστημα και να καταστραφεί ο «εχθρός») είχαν όλοι οι εθελοντές, όποιο εμβόλιο και αν είχαν λάβει, με βάση τη μελέτη.
Σχετικά με τα CD8+ T-«φονικά» κύτταρα – λεμφοκύτταρα που χαρακτηρίζονται και ως Τ-κατασταλτικά ή Τ-κυτταροτοξικά κύτταρα, καθώς αναγνωρίζουν και σκοτώνουν κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιούς όπως ο SARS-CoV-2 και τα οποία παίζουν άκρως σημαντικό ρόλο στην ανοσιακή απόκριση, αφού εκτός από το να σκοτώνουν τα μολυσμένα κύτταρα παράγουν και ουσίες οι οποίες εμποδίζουν την αντιγραφή των ιών – το εμβόλιο Novavax φάνηκε να έχει τις… χειρότερες επιδόσεις παραγωγής τους.
Τα υψηλότερα επίπεδα CD8+ κυττάρων εμφάνιζαν όσοι εθελοντές είχαν λάβει το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech, της Moderna ή το Janssen/J&J.
Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι συνολικά, έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, μόνο το 60%-70% των εθελοντών διέθετε ανιχνεύσιμα επίπεδα τέτοιων κυττάρων, όποιο εμβόλιο και αν είχαν λάβει.
Ανοσολογική μνήμη
Ο δρ Τζανγκ σχολίασε στο Βήμα-Science ότι «σε γενικό πλαίσιο είδαμε πως τα εμβόλια mRNA προσέφεραν καλύτερη ανοσοαπόκριση σε σύγκριση με τις δύο άλλες πλατφόρμες εμβολίων. Ωστόσο οι περισσότεροι εθελοντές διατηρούσαν κάποια ανοσολογική μνήμη, ασχέτως του εμβολίου που έλαβαν. Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι με βάση τα αποτελέσματά μας, έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, τα επίπεδα τόσο των εξουδετερωτικών αντισωμάτων όσο και των CD4+T κυττάρων, των CD8+ Τ κυττάρων, αλλά και των Β-κυττάρων μνήμης ήταν αντίστοιχα ή και υψηλότερα από εκείνα των ατόμων που είχαν προσβληθεί από COVID-19 και είχαν παρέλθει έξι μήνες από την ανάρρωσή τους. Και μπορεί στους έξι μήνες από τον εμβολιασμό τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων να μειώνονται σημαντικά, ωστόσο τόσο τα επίπεδα των Τ κυττάρων μνήμης όσο και των Β κυττάρων παραμένουν αρκετά σταθερά. Αυτού του τύπου η κυτταρική ανοσολογική μνήμη μπορεί να μην προλαμβάνει τη μόλυνση με τον SARS-CoV-2, ωστόσο βοηθά στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης. Η παρουσία σταθερών επιπέδων ανοσοκυττάρων δείχνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να επανενεργοποιηθεί πολύ γρήγορα, μέσα σε λίγες ημέρες, αν εμφανιστεί ο ιός».
Το σίγουρο είναι ότι στη συνεχιζόμενη μάχη με τον πανδημικό κορωνοϊό, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ακόμη εδώ και κυκλοφορεί ανάμεσά μας, αναλύσεις σαν και αυτή του «Cell» που διεξήγαγε η ομάδα του LJI φωτίζουν τη σχέση μας με τα εμβόλια για τον SARS-CoV-2. Μια σχέση που, όπως όλα δείχνουν, θα είναι μακροπρόθεσμη…
Ο ρόλος των νέων παραλλαγώνστο παζλ της τέταρτης δόσης
Είναι βέβαια εύλογο το ερώτημα σχετικά με το αν η εικόνα που διαμορφώνεται από την αμερικανική ανάλυση μας επιτρέπει να προβλέψουμε το κατά πόσον ο γενικός πληθυσμός θα χρειαστεί επιπλέον ενισχυτική δόση εμβολίου, την περίφημη τέταρτη δόση. Αυτό ακριβώς το ερώτημα θέσαμε και στον δρα Τζανγκ. Οπως απάντησε, «αρκετές μελέτες έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι η χορήγηση τρίτης δόσης mRNA εμβολίων αυξάνει τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων ενάντια τόσο στο αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2 που πρωτοεμφανίστηκε στη Γουχάν όσο και ενάντια στις παραλλαγές του ιού, συμπεριλαμβανομένης της Ομικρον που επικρατεί αυτή τη στιγμή. Τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου έχουν επίσης δείξει ότι η τρίτη δόση προσφέρει σημαντική προστασία έναντι της σοβαρής νόσησης και της ανάγκης για νοσηλεία κατά το κύμα της Ομικρον. Είναι δύσκολο να προβλέψουμε αν θα χρειαστούμε όλοι τέταρτη δόση επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε πρόβλεψη σχετικά με το ποια νέα παραλλαγή του ιού θα αναδυθεί. Ωστόσο, μέχρι στιγμής φαίνεται να είμαστε ασφαλείς αν έχουμε κάνει τρίτη δόση».
Τα επόµενα βήµατα για την οµάδα του LJI, διά στόµατος του ερευνητή, είναι να εξετάσει ακριβώς αυτή την επίδραση, την επίδραση της ενισχυτικής δόσης των εµβολίων στη µακροπρόθεσµη ανοσολογική µνήµη. Οι επιστήµονες αναλύουν επίσης αυτή τη στιγµή την κυτταρική ανοσία που αναπτύσσεται µετά από µόλυνση µε διαφορετικές παραλλαγές του SARS-CoV-2 καθώς και την ανοσολογική απόκριση ατόµων που ήταν εµβολιασµένα και στη συνέχεια νόσησαν (οι αποκαλούµενες breakthrough λοιµώξεις). «Επιθυµούµε επίσης να συµπεριλάβουµε και άλλους τύπους εµβολίων για την COVID-19 στην ανάλυσή µας σχετικά µε την ανοσολογική απόκριση, ωστόσο η συλλογή εθελοντών είναι δύσκολη» κατέληξε ο δρ Τζανγκ.
Πώς λειτουργούν οι τρεις πλατφόρμες
Τρεις διαφορετικές πλατφόρμες εμβολίων, τρεις διαφορετικές «φιλοσοφίες» εμβολιασμού ενάντια στον SARS-CoV-2, περιελήφθησαν στη νέα μελέτη. Και ενώ και οι τρεις έχουν έναν κοινό στόχο, που δεν είναι άλλος από το να προετοιμάσουν τον ανθρώπινο οργανισμό ώστε να είναι κατάλληλα «εξοπλισμένος» σε περίπτωση έκθεσης στον πανδημικό κορωνοϊό, ξεκινούν από διαφορετική βάση η καθεμία. Ας δούμε τις διαφορές τους:
Εμβόλια mRNA
Tα mRNA εμβόλια περιέχουν ένα μόριο που ονομάζεται αγγελιαφόρος RNA (mRNA), το οποίο μεταφέρει οδηγίες για την παραγωγή της πρωτεΐνης-ακίδας (spike protein) του SARS-CoV-2 – πρόκειται για την πρωτεΐνη που βρίσκεται στην επιφάνεια του ιού και την οποία χρησιμοποιεί για να εισέλθει στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Οταν ένα άτομο εμβολιαστεί, ορισμένα από τα κύτταρά του «διαβάζουν» τις οδηγίες του mRNA και παράγουν προσωρινά την πρωτεΐνη-ακίδα. Στη συνέχεια, το ανοσοποιητικό σύστημά του αναγνωρίζει τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη ως ξένο σώμα, παράγει αντισώματα και ενεργοποιεί τα Τ κύτταρα για να της επιτεθούν. Εάν το άτομο έρθει σε επαφή με τον ιό SARS-CoV-2, το ανοσοποιητικό σύστημά του είναι πλέον έτοιμο να τον αναγνωρίσει και να προστατεύσει τον οργανισμό από τον «ιογενή αντίπαλο». Το mRNA που περιέχεται στο εμβόλιο δεν παραμένει στον οργανισμό αλλά διασπάται λίγο μετά τον εμβολιασμό.
Πρωτεϊνικά εμβόλια
Τα πρωτεϊνικά εμβόλια αποτελούν πιο «παραδοσιακά» εμβόλια, η φιλοσοφία των οποίων ακολουθείται επί μακρόν για την παρασκευή εμβολίων όπως ενάντια στη μηνιγγίτιδα αλλά και στη γρίπη – για αυτό άλλωστε έχουν εναποτεθεί πολλές ελπίδες σε αυτόν τον τύπο εμβολίων ώστε να πειστούν να εμβολιαστούν οι μέχρι τώρα διστακτικοί. Το πρωτεϊνικό εμβόλιο Novavax (χορηγείται και στην Ελλάδα από τον περασμένο Μάρτιο) περιέχει μια μορφή της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2, η οποία έχει παραχθεί στο εργαστήριο. Περιέχει επίσης έναν «ενισχυτικό παράγοντα», μια ουσία που συμβάλλει στην ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης στο εμβόλιο. Οταν το εμβόλιο χορηγείται σε ένα άτομο, το ανοσοποιητικό του σύστημα αναγνωρίζει την πρωτεΐνη του εμβολίου ως ξένο σώμα και αναπτύσσει φυσική άμυνα – τα αντισώματα και τα Τ κύτταρα – εναντίον της. Εάν, αργότερα, το εμβολιασμένο άτομο έρθει σε επαφή με τον ιό SARS-CoV-2, το ανοσοποιητικό του σύστημα είναι σε θέση να αναγνωρίσει την πρωτεΐνη-ακίδα που υπάρχει στον ιό και να της επιτεθεί.
Εμβόλια ιικού φορέα
Τα εμβόλια ιικού φορέα όπως το Janssen/J&J (στην ίδια κατηγορία ανήκει και το εμβόλιο των Οξφόρδης/AstraZeneca, το οποίο δεν περιελήφθη στη νέα αμερικανική ανάλυση) παρασκευάζονται με βάση έναν αβλαβή ιό (στη συγκεκριμένη περίπτωση έναν αδενοϊό), ο οποίος έχει τροποποιηθεί ώστε να περιέχει το γονίδιο για την παραγωγή της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2. Ο αδενοϊός μεταφέρει το γονίδιο στα κύτταρα του εμβολιασμένου ατόμου και στη συνέχεια εκείνα το χρησιμοποιούν για να παραγάγουν την πρωτεΐνη-ακίδα. Το ανοσοποιητικό σύστημα του εμβολιασμένου ατόμου αναγνωρίζει την πρωτεΐνη-ακίδα ως ξένο σώμα, παράγει αντισώματα και ενεργοποιεί τα Τ κύτταρα για να της επιτεθούν. Εάν αργότερα το ίδιο άτομο έλθει σε επαφή με τον SARS-CoV-2, το ανοσοποιητικό του σύστημα θα μπορεί να αναγνωρίσει την πρωτεΐνη-ακίδα που βρίσκεται στην επιφάνεια του ιού και θα είναι έτοιμο να προστατεύσει τον οργανισμό. Ο αδενοϊός που περιέχεται στο εμβόλιο δεν μπορεί να αναπαραχθεί και δεν προκαλεί νόσο.
Έντυπη έκδοση Το Βήμα